Δεν θα βιαστώ. Θα περιμένω το κατευόδιο της Παρασκευής, να φύγει ο αδύναμος ηγεμών από τη Θράκη, να μας απομείνει ο «μη εκτελεστικός πρόεδρος» με τον αυτόματο πιλότο της ρητορικής του. Να δω τι θ’ απογίνει στα Κουμουτζηνά, τι θ’ απομείνει από τις «εκδηλώσεις», και πριν γυρίσουν οι Κατρούγκαλος και ο Αμανατίδης, συνοδοί του κυρίου Ταγίπ, να ρίξω νερό στη γκλάβα και να συσκεφθώ με τον εαυτό μου για το διήμερο που μας βρήκε.
Δεν ξέρω ποιοι είναι οι «φίλοι του Γένους». Αλλά ο τόπος είναι γεμάτος από έχθρα για τα Μεμέτια και τους Μόσκοβους. Για να προκόψει πολιτικός στην Ελλάδα, πρέπει να έχει την σφραγίδα δωρεάς εκδυτικώς. Όχι τη Φραγκιά. Δεν είναι ώρες να μετράμε με τη φουρκέτα τα μπερεκέτια τους. Αλλά κάθησα και σκέφτηκα πως γνώρισα, σε αλλεπάλληλα ταξίδια, από τα δεκατρία μου έως πρόπερσι τι κατάλαβα από την Τουρκία.
Πάσχα του 61. Στο Μπαλουκλή, στην καμμένη εκκλησία, ξέσκεπη, ο Αθηναγόρας λειτουργεί στην Ανάσταση. Πήγαμε ειδοποιημένοι. Οι Τούρκοι δε μας χωνεύουν. Μαγαρίζουν τον καφέ, πτύουν στα σερμπέτια. Αλλά σαν του Παντελή τους θόλους, πάνω από το Μισίτρ Τσαρσί, δεν ματαφάνηκε τέτοιο φαΐ. Αργότερα το ακρίβηναν και το χάλασαν. Αλλά είχε και λινά ευπρεπή, καθώς το Κόνιαλη. Και πετσετικά φτηνά, μπουζάτα. Η δραχμή, τρεις λίρες. Τα ντολμούς, συνήθως φιατάκια κάραβαν, φτηνά και βολικά. Στη γέφυρα του Γαλατά, παλαμίδες μυρωδάτες, στην εφημερίδα. Τα τούρκικα έργα, δημοφιλή στον βορρά μας. Που είχε ακόμη πλήθος γιαγιάδες σε ντιβάνια, να θυμοσοφούν σταυροπόδι, καπνίζοντας αβέρτα. Είχαν κρεμάσει και τον Μεντερές, μπορεί και τον Γκιορλού.
Και μετά είκοσι έτη, μέσω Βενετίας και βυζαντινών εγγράφων, να βόσκω πληροφορίες και υλικό, χωρίς να εγκαταλείπω την γόησσα Ιταλία και τα γαλλικά πνεύματα της εμιγκρέτσιας. Και εκείνη η Κάρναμπι, οι Στόουνς και τα πανκιά, τι πρόκληση. Ακόμη κι ο Μποστ ειρωνεύονταν τον Βενέζη και τα Κιμιντένια του. Τουρκία σήμαινε νοσταλγία προσφύγων. Στα τζαμιά οι ιμάμηδες συνοδεύονταν από ένοπλους στρατοχωροφύλακες.
Στα τελευταία σαράντα χρόνια, τουλάχιστον είκοσι φορές τους ταξίδεψα.Έκαμα φιλίες, μιλούσα με τους πάντες. Περιμένοντας να βγάλουν πατριάρχη, κηδεύοντας τον Δημήτριο, άρχισα να καταλαβαίνω το γαϊτανάκι που με περίμενε. Και σαν του Εγιούμπ συνοικία, δεν ματαείδα. Όπως και τις πέντε γύρες περί την Προποντίδα, τον Βόσπορο και τα Θεραπειά, την Χηλή, με το κάστρο-ντισκοτέκ, τα γιαλιά και τα δάση, της Προύσσας οι ουρανοί, της λίμνης Απολλωνιάδας τα Ηλύσια, την Νεφελοκοκκυγία της Περγάμου, τα Αλάτσατα και την Άσσο. Και τον Ελλήσποντο, την πράγματι είσοδο στον κάτω κόσμο. Και την συγκίνηση, όταν, ψάχνοντας από ένα ταπί, μια εκκλησία «μετά κιόνων τεσσάρων ,του ενός ασπροβυθίνου» σκάλισα με σουγιαδάκι τον σοβά και μετρώντας τρεις κολόνες προκοννήσιες πράσινες, η τέταρτη ήταν λευκή, σαν τη θεά του Γκραίηβς.
Δεν θα τη μαγαρίσω, το υποσχέθηκα, με επιστημοφανείς υποθέσεις εργασίας. Είτε βρίσκω χαμάμια τρία στον παρά, στην Τραπεζούντα, είτε γεύομαι τον κιουνεφέ, είτε περπατάω μέσα στον Μπορζά της Σμύρνης και χάνω το φως μου αγνοώντας τους εμπόρους των σάπιων φουσκωτών με τις αδύναμες, τεράστιες εξωλέμβιες. Είναι η μισή πατρίδα μου, η άλλη μισή τα ζοφερά Βαλκάνια και πάντα θα τις προδίδω για μια φευγαλέα ματιά στην Σιέννα και στην Λιέγη.