Ένα αρχαιοπαθές νησί που βουλιάζει κι ως την τελευταία στιγμή, δε λέει να κόψει την αισιοδοξία του. Αυτό το Erik the Viking, η άνιση ταινία του Τέρι Τζόουνς (1989) έρχεται συχνά στο μυαλό μου, κι ό,τι μοιάζει να ξεχνώ, το αντικαθιστώ με σκηνές από την πιο παράδοξη προεκλογική περίοδο της ζωής μου.
Κατά πάσα πιθανότητα, η δεκαετής πλάκα που συνεχίζουμε ακάθεκτοι, θα διασωθεί άλλη μια φορά. Κι αυτό θα είναι παροδικό βέβαια, διότι μόνον ηττημένοι συμμετέχουν στο άκεφο ραβαΐσι.
Οι πάντες ρίχνουν κάρβουνο (αγάντα θερμαστάκι μου/ και ρίχνε τις φτυαριές σου /μέσα στο καζανάκι σου/ να φτιάξουν οι φωτιές σου) αλλά όλοι περιμένουν ταχυδρομικό περιστέρι για να χαράξουν πορεία. Το καράβι έχει ξωκείλει στην άμμο, αλλά κανείς δεν νοιάζεται. Φαγητό υπάρχει μόνον καρέτα καρέτα και μονάχους μονάχους που τις ψήνουν σε ξερόκλαδα.
Στο βάθος των οριζόντων ο καιρός έχει κλείσει και αστραπές φωτίζουν το τοπίο. Κι όταν φτάσει η καταιγίδα στο νησί, η Χάι Μπραζίλ δεν θα υπάρχει.