Την δέκατη ημέρα εγκλεισμού ξύπνησα μέσα στην νύχτα και βγήκα στο μπαλκόνι. Μια απόκοσμη ησυχία κυριαρχούσε, στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε ψυχή και τα σπίτια, που την ημέρα μοιάζανε με κατσαρόλες που σιγοβράζουν, είχανε ησυχάσει εντελώς. Αυτό το σιγοβράσιμο μέρα τη μέρα μεγάλωνε, έμοιαζε με αιχμάλωτη δυσφορία που μάταια έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει. Η αρρώστια που απλώθηκε στην πόλη φυλάκισε τους ανθρώπους στα σπίτια τους κι εμένα στο δικό μου.
Και έτσι για να μην τρελαθώ, κάθε μέρα περπατάω. Κάνω το ίδιο δρομολόγιο, κρεβατοκάμαρα, μπάνιο, κουζίνα, σαλόνι. Μου αρέσει να βλέπω τα όνειρα της προηγούμενης νύχτας που κρέμονται ως το μεσημέρι στο ταβάνι της κρεβατοκάμαρας, τα αντισηπτικά, τα γάντια και το οινόπνευμα πάνω στο πλυντήριο, τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης, τον λοιμωξιολόγο και εκπρόσωπο του υπουργείου υγείας στην οθόνη της τηλεόρασης. Καθώς περπατάω καθαρίζω -τα πόμολα, τους πάγκους και το πάτωμα- τα χέρια μου μυρίζουν αντισηπτικό, το μυρίζω ακόμα και την ώρα που κοιμάμαι.
Τα καπάκια των σπιτιών που γίνανε κατσαρόλες εν τω μεταξύ, μέρα με την ημέρα αποκτάνε την δική τους υπόσταση. Χθες, χορεύανε στο αέρα σαν δαιμονισμένα και προχθές, ένα από αυτά είχε μεταμορφωθεί σε πίστα χορού που πάνω της χορεύανε ταγκό, οι δύο άντρες του τρίτου ορόφου. Ανακαλύψαμε έτσι πως είναι ζευγάρι και πως αγαπιούνται καιρό. Γέμισε χειροκροτήματα η γειτονιά, κάποιοι φωτογραφίζανε με τα κινητά τους, πρώτο θέμα γίνανε την επόμενη μέρα οι φωτογραφίες τους στο φέισμπουκ.
Μετά από αυτό και κάποιοι άλλοι ξεθαρρέψανε και ανασηκώνοντας τα καπάκια, λέγανε τα μυστικά τους, «Αγαπώ τον Θανάση!» φώναζε η γυναίκα του φούρναρη και ο στρατιωτικός της απέναντι μονοκατοικίας βγήκε ένα βράδυ στο μπαλκόνι με γυναικείο ντύσιμο -και έπαιξε τόσο ωραία με την φυσαρμόνικά του το ταγκό του έρωτα- που αν τον άκουγε η Καραΐνδρου θα τον χειροκροτούσε και αυτή.
Και εγώ είδα ένα παράξενο όνειρο. Χάθηκα λέει μεταξύ σαλονιού και μπάνιου και έμεινα να κοιτάζω τον τοίχο σαν υπνωτισμένη. Επειδή τα πόδια μου ήτανε πιο βαριά και από μολύβι έμεινα εκεί για ώρα και καθώς κοίταζα τους κόκκους του σοβά, μια ρωγμή μου κίνησε την προσοχή και άρχισα να την ξύνω, στην αρχή ήσυχα και στην συνέχεια με μανία. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου ένα άνοιγμα που όσο το κοίταζα τόσο μεγάλωνε, ώσπου στο τέλος πέρασα μέσα του και βρέθηκα σε ένα κρυφό δωμάτιο που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει.
Στο δωμάτιο είχε σκοτάδι και από τις γρίλιες ενός ξύλινου παντζουριού φαγωμένου από τον χρόνο έμπαινε λιγοστό φως. Αράχνες κρέμονταν από τα δοκάρια του ταβανιού και η σκόνη χόρευε στις ακτίνες του ήλιου που έφταναν στο πάτωμα. Ξαφνιασμένη γύρισα να κοιτάξω καλύτερα και τότε, το είδα.
Ένα παράξενο πλάσμα κρεμότανε σαν νυχτερίδα από τα δοκάρια, έμοιαζε με άνθρωπο και έμοιαζε και με ζώο «Επιτέλους ήρθες», μου μίλησε με ανθρώπινη φωνή «Ποιος είσαι;» ρώτησα με περιέργεια «Δεν με θυμάσαι; Είμαι ο εραστής που το δύο χιλιάδες δέκα έξη με κλείδωσες εδώ για να μη με βρει ό άντρας σου, από τότε σε περιμένω, άργησες πολύ…»
Άνοιξα τα μάτια απότομα και καθώς προσπαθούσα να ξυπνήσω και να συνέλθω, είμαι σίγουρη πως άκουσα το ταβάνι μου να χοροπηδάει σαν καπάκι κατσαρόλας. Αν και είμαι εντελώς βέβαιη πως, αν τα σπίτια δεν είχανε μεταμορφωθεί σε κατσαρόλες, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε ποτέ συμβεί.