Ήμουν μικρή. Όταν λέμε μικρή, μικρή. 75 B. Έχω πάει βιογραφικό και κάποιες μακέτες που είχα κάνει στη σχολή, σε ένα τυπογραφείο στα δυτικά προάστια. Την πήρα τη θέση. Φορούσα μια λευκή ολόσωμη φόρμα. Πολύ κοντά μαλλιά και πορτοκαλί γόβες. Το αφεντικό από την άλλη, χαίτη και σαγιονάρες και σορτσάκι, αφάνελα. “Μην έρθεις με άσπρα αύριο!” Ζητούσε βοηθό γραφίστα. Ήρθε το αύριο. Δεν φορούσα άσπρα. Δεν με ήθελε για βοηθό γραφίστα. Μου έδειξε πώς βάζουμε μελάνι σε ένα παλιό μονόχρωμο geteo, πώς εμφανίζονται οι τσίγκοι, πώς γίνεται το μοντάζ. Πακέτα χαρτιών τα οποία ήταν ασήκωτα και φυσικά βοηθούσα να γίνουν στίβες. Το καφεδάκι το ελληνικό του αφεντικού, “πετάξου να πάρεις την τυρόπιτα του μάστορα,” “μάζεψε τα χαρτιά από το πάτωμα, θέλουμε να είναι το τυπογραφείο καθαρό.” Γραφείο μου τάξανε, γραφείο δεν έβλεπα. Όμως τους έβαλα σε τάξη. Έφτιαξα το χώρο υποδοχής, καταχωρούσα τιμολόγια και φαξ.
Πέρασαν κάποιοι μήνες. Ενώ ήμουν το παιδί για όλες τις δουλειές, εγώ είχα δώσει στον εαυτό μου έναν τίτλο μάνατζερ. Όταν ερχόταν το φορτηγό έλεγα ακριβώς πού θα μπούνε τα χαρτιά. Ο μάστορας έμαθε να χρησιμοποιεί τον κάδο. Πήραμε και καφετιέρα γαλλικού και το μπος πάταγε το κουμπάκι. Σήκωνα τα τηλέφωνα, έφτιαχνα τα ραντεβού. Έβαζα σε σειρά τις εκτυπώσεις. Όλα εγώ. Χωρίς ένσημα, αλλά το Σάββατο έβγαζε από το σορτσάκι ένα μάτσο χιλιάρικα και μου τα έδινε με την καρδιά του. Εγώ αναστέναζα πίσω από την πλάτη του γραφίστα. Αυτός κούπα με γαλλικό. Αυτός γραφείο που είχα διαλέξει εγώ από το Πλαίσιο, αυτός καινούργιο Μακ. Εγώ με μια Χούβερ που μου αγόρασε ο “εργοδότης”, ρουφούσα τις ξερές λάσπες που άφηναν τα παπούτσια του στη μοκέτα , ενώ στην ουσία του ρουφούσα με τρόπο όλη του την ενέργεια. Εκείνο τον καιρό έφτιαχνε το λεύκωμά ενός γνωστού ζωγράφου. Κοιτούσα από απόσταση. Ήξερα πολύ καλύτερα “κόλπα” από τον Λευτέρη. Έτσι έλεγαν τον γραφίστα. Όταν τον έβλεπα να στίβει το μυαλό του να κατεβάσει ιδέα, άρπαζα τον φραπέ, έκανα πάλι το κόλπο με τη σκούπα. Ρουφούσα τάχα τον αφρό, αλλά τον στέγνωνα από ιδέες. Θα μου πεις γιατί τον είχα βάλει στο μάτι; Γιατί ήμασταν συνάδελφοι, αλλά δούλευε κρυφά όπως βάζαμε την κασετίνα ανοιχτή στο σχολείο, να μην αντιγράψει ο διπλανός. Και ήταν από αυτούς που κωλοβάραγε με ένα ανοιχτό αρχείο για ώρες με ύφος “εγώ κάνω το δημιουργικό”. Και κάπνιζε σε κλειστό χώρο και κατουρούσε γύρω γύρω από τη λεκάνη και δεν σήκωσε ποτέ το καπάκι και δεν σήκωσε ποτέ τα μάτια να με κοιτάξει σαν ίση, μόνο φωνή ήξερε να σηκώνει όταν ρουφούσα τον καφέ.
Εκείνο το βράδυ ο ζωγράφος είχε κουραστεί. Ζητούσε από τον Λευτέρη μια χρωματική διόρθωση, που εκείνος δεν μπορούσε να κάνει. Ο ζωγράφος φώναζε, ο Λευτέρης κάπνιζε, η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, το αφεντικό είχε πέσει στον καναπέ για ύπνο… Άφησα τη σκούπα. Έπλυνα τα χέρια μου. Λέω, θα το κάνω εγώ! Ο ζωγράφος γέλασε. Του λέω γελάστε όσο θέλετε. Σε λίγο όλοι θα πάμε σπίτια μας. Με μοναδική ακρίβεια διόρθωσα το χρώμα σε έξι πίνακες. Εκείνος μου έδωσε ένα φιλί. Πέταξε και ένα λαϊκό “άρε Λευτέρη μου τα ζάλισες τόσο καιρό και η μικρή το έκανε σε μισή ώρα.” Είπαμε κάτι καληνύχτες, ο Λευτέρης δηλαδή δεν είπε. Το άλλο πρωί ο ζωγράφος απαίτησε στο αφεντικό να συνεχίσω εγώ τη δουλειά, αλλιώς θα πήγαινε αλλού. Καθόμουν στο γραφείο για δυο-τρεις ώρες. Μετά πάλι μελάνια, Χούβερ, μουντζούρες, ένα Μάλμπορο σκληρό και μια τυρόπιτα σφολιάτα. Μου έδωσε την απογευματινή βάρδια. Απέκτησα πελατεία. Έκανα μακέτες. Έκανα PR. Έκλεινα συμφωνίες. Ένσημα. Μισθός κανονικού γραφίστα. Ντύσιμο γραφείου. Ο Λευτεράκης δηλώνει παραίτηση. Πρωινάδικο εγώ, 9-5. Μόλις τελείωνα τα σχέδια, πάντα βοηθούσα στην παραγωγή. Όχι γιατί μου το ζητούσαν. Γιατί μου άρεσε. Γιατί έτσι έμαθα. Να δουλεύει και το μυαλό και τα χέρια. Γιατί θέλαμε το τυπογραφείο να είναι καθαρό.
Και ήταν όλοι άντρες εκεί. Και ρωτούσαν ποιος κάνει τις μακέτες; Και έλεγαν, η Ελένη. Και ο χορός ρωτούσε ποια Ελένη…