Άρχισε να ετοιμάζεται, είχε φτάσει η ώρα να φύγει. Έβαλε το τζην, τα αθλητικά παπούτσια του, πλύθηκε. Ο χρόνος πίεζε, πρωί μιας άχαρης τσαγκαροδευτέρας κι εκείνος ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στην Πάτρα. Το Σαββατοκύριακο στην Πρωτεύουσα είχε λάβει τέλος. Όλο το βράδυ ζήτημα ήταν αν κοιμηθήκαμε κανένα δίωρο. Έκανε ζέστη και παρότι είχε μπει ο Σεπτέμβρης δεν έλεγε να δροσίσει. Έψαξε το φούτερ και καθώς έβαζε τα μανίκια, πριν το φέρει προς τα επάνω για να περάσει το κεφάλι του, εκεί στο ενδιάμεσο της κίνησης, γύρισε και χαμηλόφωνα μου είπε: «Να μη χαθούμε, θέλω να σε ξαναδώ, εσύ;». Δεν ανταλλάξαμε αριθμούς, του έδωσα μόνο τον δικό μου. Έμενε με τους γονείς του, δεν ήθελε να ανοίγεται και πολύ. Βρήκα ειλικρινή την δικαιολογία, στην ηλικία του κάπως έτσι αντιμετώπιζα τις καινούργιες γνωριμίες, το ίδιο έκανα κι εγώ, δεν έδινα εύκολα τηλέφωνο. Σκέφτηκα αστραπιαία ότι αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης δεν ήταν ίσως και η καλύτερη αρχή, πως η ισοτιμία της σχέσης και όλα τα σχετικά πάνε περίπατο αλλά, ως συνήθως, δεν έδωσα σημασία.
Τον κοιτούσα κι ένιωθα γοητευμένος, έτοιμος αν χρειαζόταν για μεγαλύτερες παραχωρήσεις. Χαμογελούσε κι έτριβε τα χέρια του με αμηχανία, καθισμένος και πάλι απέναντι μου στην ίδια θέση του καναπέ, όπως λίγες ώρες πριν που κουβεντιάζαμε φιλικά υποτίθεται, σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε και την πίεση που αισθανόταν εξ αιτίας της ερωτικής του προτίμησης, τότε που έσπευδα να του ξεκαθαρίσω με ειλικρίνεια, όπως εσφαλμένα νόμιζα, ότι πέραν του συμβουλευτικού ρόλου που ως μεγαλύτερος είχα αυθορμήτως αναλάβει, άλλο ενδιαφέρον δεν είχα για κείνον. Σήκωνε νευρικά ενώ μιλούσαμε, λοιπόν τα μανίκια στους αγκώνες και τα μανίκια απείθαρχα κατέβαιναν μετά από λίγο στους καρπούς των χεριών του και κάπως χαμηλότερα. Αυτή η ασυναίσθητη κίνηση, η συνεχώς επαναλαμβανόμενη ήταν από τα πρώτα που πρόσεξα επάνω του και παραδόξως μου άρεσε πολύ. Όχι η κίνηση, αυτή κάθ’ αυτή, αλλά η ολοφάνερη αμηχανία που την συντηρούσε.
Σηκωθήκαμε όρθιοι για τον αποχαιρετισμό, πλησιάσαμε και τότε συνέβη κάτι πολύ παράδοξο στην διάρκεια της παρατεταμένης αγκαλιάς. Ένα πρωτόγνωρο κύμα τρυφερότητας ήλθε και μας τύλιξε, ενώ από κοντά εμφανίστηκε καθισμένος στα φτερά της πιο ανθεκτικής ανασφάλειας, όπως πάντοτε ακάλεστος για να τρυπώσει μέσα μου, ο συνήθης φόβος, υπενθυμίζοντας σιωπηλά, σε μένα τουλάχιστον, πως αυτή η πρώτη φορά πιθανόν να ήταν και η τελευταία. Ταυτόχρονα το εσωτερικό καμπανάκι, το αλάνθαστο και σπανίως δονούμενο, το άκουγα από κάποια στιγμή κι έπειτα να χτυπάει διαρκώς, ασταμάτητα, σημάδι πως τα πράγματα εδώ θα ήταν μάλλον διαφορετικά από τα συνήθη, τα γνωστά και τόσο τετριμμένα.
Μετά από αρκετή ώρα σαν να ξυπνούσα από βαθύ λήθαργο, έπεσε τυχαία η ματιά μου, λίγο παραδίπλα στα ράφια της βιβλιοθήκης. Κι είδα με έκπληξη σε απόσταση μερικών εκατοστών την καρτ ποστάλ που δυο μέρες πριν μου είχε χαρίσει ο φίλος μου Άγγελος, ο και κατ’ όνομα αγγελιοφόρος, επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές του και που εγώ πρόχειρα την είχα ακουμπήσει εκεί. «Είναι το δώρο μου από την Μυτιλήνη, την αγόρασα ειδικά για σένα από την Μονή Λειμώνος» ήταν το σχόλιό του όταν μου την έδωσε. Οι δύο άγιοι της εκκλησίας Γεώργιος και Δημήτριος απεικονίζονταν, όχι μόνον ο ένας δίπλα στον άλλον, έφιπποι βεβαίως, αλλά κατά παρέκκλιση των αυστηρών κανόνων της βυζαντινής αγιογραφίας και αγκαλιασμένοι.
Έμεινα αποσβολωμένος, δεν πίστευα στα μάτια μου. Κάποιος φιλοπαίγμων θεός από ψηλά αστειευόταν μαζί μου. Ο Δημήτρης δεν κατάλαβε τίποτα, ότι δηλαδή κάτι άλλο πέραν της αγκαλιάς, τράβηξε την προσοχή μου. Απέδωσε την αφηρημάδα μου, ίσως σε κάποια φευγαλέα απόδραση της σκέψης και το λέω αυτό, γιατί ακουμπώντας τα χείλη του στο αυτί με ρώτησε ψιθυριστά που ταξιδεύω. «Πουθενά», του απάντησα, «εδώ είμαι, που αλλού;».
Στον Δημήτρη, το παιδί από την Πάτρα
Δευτέρα, 4 Σεπτεμβρίου 2000