Ηταν άνοιξη του 1974 και περιοδεύαμε στον Νομό Κιλκίς, με τον Τάκη Γραμμένο, προκειμένου να επικαιροποιήσουμε τον χάρτη του French toy 1963 με τα προϊστορικά της περιοχής. Σταλμένοι από την Κατερίνα Ρωμιοπούλου.
Πεζοπορίες, ενίοτε ποδηλατάδα, σπανιότερα τραίνο και ΚΤΕΛ.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στην τρόικα των χωριών Άνω, Μέσοι και κάτω Απόστολοι. Είχε γίνει μια ανασκαφή εκεί, αποκάλυψαν ένα Ρωμαϊκό λουτρό. Βράδιαζε και ο ιδιοκτήτης του διπλανού σπιτιού μας προσέφερε φιλοξενία. Δεν ήμεσθεν τόσο λέτσοι, αλλά μια κιτρινίλα εξάντλησης διακοσμούσε τις προεξοχές των προσώπων μας.
Το σπίτι του ήταν τεράστιο και παράξενο. Το μόνο που μας εξομολογήθηκε ήταν πως, εμπνευσμένος απο τις αρχαιότητες, ανίδρυσε μια τουαλέτα μεγέθους σαλοτραπεζαρίας ή σαλονοκουζίνας. Όντως έμπαινες και ατένιζες βάθος δεξιά έναν νιπτήρα, καρσί μια λεκάνη. Δεν υπήρχε έξτρα επίπλωση, μόνον τα ίδια Παντελάκη μου σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους.
Μας τάισε σε αχανή κουζίνα, μια γραία εκάθητο καππαδοκιστί καπνίζοντας και μουρμουρίζοντας.
Μετά, αποφάσισε πως μας άξιζε η νυφική παστάδα του Οίκου. Ήταν στρωμένη με χράμια, νταντέλες και μια κούκλα στις μαξιλάρες. Εμεινα με το βρακί και ξάπλωσα. Ο Τάκης έβγαλε το μοντγκόμερι. Φεγγαράδα χλομή υποφώτιζε το δωμάτιο.
Ξάφνου, ανοίγει η θύρα και μπαίνει μέσα ένας παχύς καμαρωτός παππούς. Τότε προσέξαμε πως δίπλα στην πόρτα ήταν ένα ντιβάνι. Δεν μας μιλάει, αρχίζει και γδύνεται Πρώτα ο σκούφος και η πατατούκα, από μέσα ένα, δύο πλεχτά, άλλα δύο πουκάμισα, το ένα βαμβακερό, ένα παντελόνι με κουμπί στον αστράγαλο, έξω πατούμενα σοσόνια, μετά παντόφλες-μπαμπάδες, μετά ποτούρια. Τονε βλέπαμε εκστατικοί , πόμεινε με βλάχικη μακρυσωβρακοφανέλλα και κάλτζες.
Ητον ένας παππούς πετσί και κόκκαλο. Στεγνός. Σαν επίδειξη φανταιζί ταχυδακτυλουργού ήταν. Μόνον ο Μαντρέηκ τον ξεπερνούσε.
Μας λέει «άει καλλνύχτα» και ξαπλώνει στο ντιβάνι. Τον πήρε αμέσως, ροχαλίζοντας.Ο Τάκης τον έπιασε το νευρικό και χιχίνιζε μέσα στην σάστιση και την μαγεία. Σφίχτηκε το στομάχι μου από το κρυφό χαχανητό. Όλο το βράδι.
Πρωί, εγκαρδιωμένοι ευχαριστήσαμε και φύγαμε.Από τη μιa έλαμπε η Πικρολίμνη και τα καλάμια της Γλυκολίμνης, από την άλλη οι αητοί που πλανάριζαν στην πέρα βραχιά του Γυναικόκαστρου, κάστρο της Μαρούλας και έτσι. Ανάμνηση της Κρηστωνικής Μορύλλου δηλαδή, στα κυματιστά λοφάκια.
Αλλά η μέρα ήταν παραγωγική ,εμπνεύστηκα άλλα δύο ποιήματα, το μόνο που μ΄ένοιαζε, εικοσιέξη χρονών αμπλαούμπλας κι ενώ πατούσα τα χώματα όπου μαζεύτηκαν το 44 οι συνεργάτες των Γερμανών, πρώτη στάση πριν φύγουνε να μακελλευτούν στο Κιλκίς, Κισά Μπατζάκ και έτσι.
Αλλ΄αυτό είναι από άλλο τραγούδι.