Τότε ήταν ο κοκκινολαίμης που με τα πρώτα κρύα του χειμώνα μπήκε στην κάμαρη κι άρχισε να πετάει από κορφή σε κορφή της άδειας Βιβλιοθήκης γυρεύοντας θρεπτικούς σπόρους ζωής στα γυμνά ράφια. Μύριζε ακόμα ξύλο, δάση και εικονογραφημένα παραμύθια η Βιβλιοθήκη που καλά καλά δεν είχε πάνω της ηρεμήσει το προστατευτικό διάφανο βερνίκι. Ήταν χειμώνας άκαρδος μετακομίσεων από τον ένα κόσμο στον άλλο, από τη μια άγνωστη γειτονιά στην άλλη. Στο ανθρώπινο πλησίασμα περιοχών όπου τις φώτιζε η μνήμη, κάποιος κατέβαζε όλους τους διακόπτες. Τώρα, που έστησε ο θάνατος χορό με τον σκληρό Απρίλη κι η φύση βρήκε τη φριχτή, τη μισερή της ώρα—παντού σκόρπια στεφάνια πένθιμα, κορόνες· μ’ όλα τα πυρωμένα / σαν μπρούντζινα μαλλιά / που σβούνε ανέβα του βραδιού, του ηλιογερμού, αναμμένα, / στερνή φεγγοβολιά. Τώρα, που κοπάδια ψυχών στοιβάζονται στους σκυλοπνίχτες που αναχωρούν καθημερινώς για πόντους απανδόκευτους, λημέρια που τα λυμαίνονται στυγνοί περατάρηδες. Ή μια κλοτσιά τους δίνουν κι αυτές κατρακυλούν από χαρώνειες κλίμακες στα τάρταρα τα άπατα τα άραχνα τα βάθη. Και το ημερήσιο σιτηρέσιο εκχωρείται με δελτία θανάτου. Τώρα εσύ, ευπρόσδεκτο απροσδόκητο φάντασμα παπαγάλου. Που κρατάει σωστά τις αποστάσεις, μασκοφορεί, αγαπάει τη μουσική, σέβεται την επιστήμη. Διαθέτει φαντασία, δημοκρατική συνείδηση. Ευρυμάθεια. Βιβλιοφιλία, ποιητικό τάλαντο. Ενσυνείδητο μιμητισμό. Και, κυρίως, γνωρίζει τη σημασία νεόπλαστων λέξεων και ολισθηρών της Νέας Λαϊκής Επιστημονικής— και όχι απογευματινής, για να μην πούμε τίποτα για το παλαιό εκείνο έγκριτο Λαϊκόν Πανεπιστήμιον της Βραδυνής— ώστε να τις αποφεύγει. Όπως «ενσυναίσθηση». Μπορείς, παπαγάλε μου, εσύ ο πλουμιστός νοσταλγός και θαυμαστής της άσπιλης λευκότητας κύκνων αποδημητικών να ειδοποιήσεις τον κύριο Παύλο Δελαπόρτα, εισαγγελέα στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης στη δίκη των δολοφόνων του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Δεκέμβρη του 1966; Κάπου ανάμεσα στους άμωμους κύκνους, στη δροσερή σκιά μιας γιγαντιαίας μανόλιας που στολίζουν 700 υπέροχα άνθη, Μάιο μήνα, θα ξεκουράζεται, και γόνιμα θα στοχάζεται. Να τον παρακαλέσεις να στοιχειώσει τον ύπνο όσων δεν έχουν εμπεδώσει το «έκαστος εις το είδος του», με τη στιβαρή μελωδία της αγόρευσής του. Αυτών που παράτυποι πλατωνικοί τσαγκάρηδες (τον μεν σκυτοτομικόν φύσει ορθώς έχειν σκυτοτομείν και άλλο μηδέν πράττειν, τον δε τεκτονικόν τεκταίνεσθαι, και τάλλα δη ούτως—από τη φύση των πραγμάτων σωστό είναι να φτιάχνει ο τσαγκάρης παπούτσια και να μην κάνει τίποτε άλλο, κι ο χτίστης να χτίζει σπίτια, και το ίδιο με όλα τα άλλα. ΠΟΛΙΤΕΙΑ, 443C5, μτφρ Σκουτερόπουλος) ανοίγουν το στόμα τους και πηδούν από μέσα βατράχια; Ας έρθει ως κύκνος ο θαυμαστός εκείνος εισαγγελέας τώρα που είναι φανερό πως στον τομέα των μετεμψυχώσεων σημειώνεται πρόοδος, να απαγγείλει πλησιάζοντας και η μαγιάτικη επέτειος με την καμπανιστή φωνή του ξανά: «[Οι δολοφόνοι του Γρηγόρη Λαμπράκη είναι] κατάλοιπα υποπροϊόντων του Χίτλερ, γιγαντοκύτταρα δωσιλογικής λευχαιμίας, … κακοποιοί διαφόρων βαθμών και ειδών, ιδεολογικοί σκηνίτες και άλλοι φτωχοδιάβολοι … Από τέτοια κοινωνικά βυθοκορήματα αναμενόταν βοήθεια και σ’ αυτά θα ανατίθετο σε ώρα κρίσης κτλ. κτλ. … Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δωσιλόγων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται (προς εθνοκαπηλία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς) ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων …»
Ας έρθει να προκαλέσει την «υψηλή αισθητική» άσχετων κουφιοκεφαλάκηδων.
«Μήπως αμφέβαλλες ότι ο 44χρονος υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ θα διέθετε “ησυχαστήριο με θέα από ψηλά στη λίμνη Κορώνεια όπου όταν δεν κρύβεται, κρατά”, όπως και τόσα άλλα πράγματα—και πράγματι όλα τα πράγματα—”το Μαξίμου στα πλήκτρα του τάμπλετ του”; Μήπως αμφέβαλλες για τη φύση της δοτής εξουσίας που είναι σαν τον δοτό πλούτο; Αλλάζει χέρια, με αποτέλεσμα οι εξουσιαστές να είναι σαν τους νεόπλουτους—να εισβάλλουν δηλαδή με το θράσος και την ορμή ταύρου στο εύθραυστο, περίσκεπτο υαλοπωλείο των εννοιών, των νόμων, των θεσμών και των παραδόσεων». Το φάντασμα του παπαγάλου μου έχει τον τρόπο του με τις ρητορικές ερωτήσεις. Είναι ξεσκολισμένος σε έγκυρα εγχειρίδια ρητορικής, ποιητικής, και φυσικά στον Λογγίνο. Είναι το φόρτε του η υψηγορία. Και ο εμβριθής βιβλιογραφικός έλεγχος αντάμα με μια μανία σύνθεσης μέσω ιλιγγιωδών συνειρμών. «Στα κοντά 1100 καταλογογραφημένα έργα του Γ.Σ. Μπαχ, βρίσκουμε ένα και μόνο Σκέρτσο με τ’ όνομα—το προτελευταίο Μέρος της Τρίτης Παρτίτας σε λα ελ. BWV 827. Διαρκεί δεν διαρκεί ένα λεπτό και είναι εκθαμβωτική υπονόμευση του ματαιόσπουδου ύφους του μουσικού τίποτα που θα ανέμενε κανείς από την παιγνιώδη συμπεριφορά της ονομασίας. Είναι μια στιβαρή μονόλεπτη ρυθμική πραγματεία για το ήθος και τα όρια μιας συγκεκριμένης ρυθμικής αγωγής χωρίς κανένα μανδύα σοβαροφάνειας. Θα μπορούσε να τον χορέψει αυτόν τον χορό της ψυχής κι ένα μικρό παιδί. Εξάλλου σε ψυχές παιδιών απευθύνεται ετούτη η ψυχική ρυθμική ευφορία». Πρέπει απαραιτήτως να τον συγκρατήσω στον ατελείωτο μουσικολογικό κατήφορο, και «ας μιλήσουμε για ποιήματα, καλύτερα» του λέω. Είναι άμεση η ανταπόκριση. «Σου έχω, μου λέει, έτοιμο της στιγμής ποίημα ποιητικής στο ήθος του Σκέρτσου του Μπαχ. Το λέω “Ποιητική”:
Ποιητική
Είναι γνωστό:
την ποίηση από τα χρειώδη παμψηφεί
την έχουν οβελίσει, χωρίς προηγουμένως όμως
να έχουνε οριστικά ξεκαθαρίσει
τί είναι ποίημα.
Κάνω λοιπόν το αναγκαίο κινδυνώδες πρώτο βήμα—
Ποίημα είναι αυτό που δεν βολεύεται σ’ ένα πεζό,
Μα όλο και κάτι περισσεύει—
είναι το σώμα του παιδιού που
στο παλιό το ρούχο δεν λέει να χωρέσει
αν μία τσόντα δεν δώσει έναν αέρα εκεί στη μέση·
αυτός ο αέρας είναι
που δίνει ανάσα στο κορμί και το μαθαίνει
πως από ένα ανοιχτό παράθυρο
όλο και κάτι μπαίνει—βρώμα και σκόνη,
μα και ήλιος, σύννεφα, λουλούδια, χρώμα, χελιδόνι,
και η αγάπη, κυρίως, που στα κλειστά ντουλάπια
και στη ναφθαλίνη μαραζώνει.
Είναι λοιπόν το ποίημα το ανοιχτό παράθυρο εκεί ψηλά
που στο περβάζι του στέκεται το μικρό πουλί
να κελαηδήσει· έχοντας πάντα κατά νου
πως στο κενό πετάνε με των φτερών τη δύναμη
και δεν πηδάνε—
γιατί εκεί κάτω
στου βάραθρου τον πάτο
παραμονεύει του πεζού η απορία
παρέα με τον επόπτη του φόρου θεαμάτων
και την Eφορία.
«Παπαγάλε, τούτο το Σκέρτσο ξεκίνησε μακάβρια και μακάβρια πρέπει να τελειώσει. Αυτό επιβάλλει η συγγραφική και ηθική οικονομία. Πέρασες από την Πλατεία Εξαρχείων; Μύρισες τον αέρα; Αισθάνθηκες την ανανέωση που υμνούν οι ανθισμένες τζακαράντες;» ρωτάω υστερόβουλα με σκοπό να τον ανταγωνιστώ στα ποιήματα τα περιστατικά, τα αθώα παιδιά της πανουργίας των περιστάσεων. Μια από τις κορυφαίες μέρες της Κρίσης του Κορονοϊού, μέρα γενικής διάπαυσης και αναστολής ακόμα και της άδηλης αναπνοής. Μέρα που μέχρι κι ο αέρας κλείδωσε την ανάσα του περιμένοντας τον καταπέλτη του άγνωστου να φέρει πιο κοντά σε μια λύση τελική την Ανθρωπόκαινο. Μέρα που θριάμβευσε η κατά τον παταφυσικό ορισμό του Αλφρέντ Ζαρί παταφυσική «επιστήμη των φανταστικών λύσεων και των παρανοήσεων, που στις σκιές δίνει συμβολικά το χρώμα της δυνατότητας των πραγμάτων να υπάρξουν». Που μόλις είχα επιστρέψει από επικίνδυνη αποστολή προμήθειας υλικών αντισηψίας και μάσκας, στη ρημαγμένη ούγια της Πλατείας (μία είναι η Πλατεία) που εκκρεμούσε άδεια σε περίεργη μη-κατάσταση μη-πολιορκίας και πήρε η σκιά που γαντζώθηκε στο παραθύρι μου το χρώμα και τη χάρη του πλουμιστού σχηματισμένου σάλου των χρυσοπράσινων φτερών σου, παπαγάλε μου, θυμάσαι; Είχα αρχίσει να πληκτρολογώ Μ-Π-Α-Λ-Α-Ν-Τ-Α , και να τη:
Μπαλάντα της Αντισηψίας
… Κρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν’ αφηνόμεθα στο χέρι του Θεού.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ
Το ‘πε και το ‘κανε.
Λάμπει από πάστρα η Πλατεία Εξαρχείων.
Απέδρα πάσα λύπη και θαμών.
Εκηδεύθη άνευ τιμών και εγκωμίων
και ο τελευταίος επιζών.
Όλα κλειστά.
Της εξυγίανσης τη μάχη συνεχίζουν επιτόπου
μόνο δυό φαρμακεία ηρωικά·
ταμπουρωμένα με έργα της εισόδου των οχυρωματικά,
και λίαν ευρηματικά:
ράφια παλιά από σκληροτράχηλη ντόπια μελαμίνη,
αποθαρρύνουν επί της θύρας
όποιον οχληρό πολιορκητή επιμείνει
ούτε σταγόνα αλκοόλ
πίσω του να μη μείνει.
Καθώς οι φαρμακοποιοί,
δυσδιάκριτοι σε βάθος ασφαλείας, σερβίρουν
τελετουργικά
εξ αποστάσεως
και με δελτίο οικονομίας,
γάντια, μάσκες και υγρά αντισηψίας.
Δεν ακούγονται ανφέν αραβικά.
Μόνο επίκαιρες βραχνές κορόνες κοτσυφιών
—καλού κακού μιλούν ελληνικά—
να εξευμενίζουν με ύμνους τον Ιόν.
(Παραμένει η Τέχνη επάγγελμα εξόχως υποχρεωτικόν.)
Το γωνιακό ξέμπαρκο βιβλιοπωλείο
κατέβασε κι αυτό υποχρεωτικώς ρολά.
Εκεί που άλλοτε εν μέσω της πλατείας
έθαλλε η κάνναβη
(και άλλα πιο σκληρά ουσιαστικά),
τώρα ανθεί επιθετικά (πάντα με εντολή δημάρχου,
τηρώντας τις προδιαγραφές)
μια κουτσουπιά. Για τον πολιτισμό,
ο ορισμός της μόδας είναι «αμειψισπορά»—
ισχύει για τ’ αγρωστώδη,
μα ωφελεί και τ’ άλλα
πιο απόμακρα ψυχανθή και πνευματώδη.
Πηγαίνοντας κατά το φαρμακείο
(η μασκοφόρος νεαρά πίσω του πάγκου,
είχε εωσφορικά δεήσει,
με μία μάσκα αυτοσχεδία
και επαναχρησιμοποιουμένη,
έναντι τριών ευρώ να μ’ ευνοήσει
—αν δεν υπήρχε και η κερδοσκοπία,
είναι απορίας άξιο
τί διάολο θα έκανε η ντόπια οικονομία—,
άπαξ και κατάφερα και της εκτέλεσα παραγγελία
—τα μουσικά μου ατού τα εγνώριζε λέει
από παλιούς κανονικούς καιρούς δεόντως—,
κατά την οποία εμπόρεσα
και είχα μουρμουρίσει
της Δόνα-Ελβίρας τη γνωστή άρια,
από του Ντον Τζοβάνι Σκηνή Πέμπτη, Πρώτη Πράξη,
όπου η απατημένη κακομοίρα Ελβίρα,
την καρδιά του Έκλυτου—πάντα μελωδικά— ωρύεται
πως θέλει να κατασπαράξει.
Για δεύτερη μάσκα, είχε —μεταξύ μας—για αντίτιμο απαιτήσει
και τα «εις εαυτόν» του Ντον Τζοβάνι και του Λεπορέλο
από την ίδια Σκηνή,
η υποφαινομένη, αρμοδίως τριχασμένη,
να της τραγουδήσει)· όθεν
οδεύοντας κατά το φαρμακείο,
για μάσκα μοναδική πολύτιμη και μία,
σου τα ‘δινε, που λέει η νεολαία, στο κρανίο
η λαμπρή ευταξία.
Κυκλοφορούσε μόνο ο τελευταίος
των Εξαρχείων αρουραίος.
Επήγαινε τρέχοντας κι αυτός δρομαίως,
ανακαλώντας εκείνο του Λούις Κάρολ
το κουνέλι,
που όλο το ρολόι του κοιτάει,
και δεν ξέρει τι θέλει.
Φορούσε μάσκα στο μουσούδι,
γάντια στα πόδια του τα μπροστινά,
και στο γαντοφορεμένο μπροστινό του ποδαράκι το δεξί
σα λάβαρο εκράδαινε σφιχτά πιασμένη
τη φόρμα της κατ’ εξαίρεση μετακίνησης
υπογραμμένη, και συμπληρωμένη.
Η απόκριση ήρθε ακαριαία και ήταν αυτή που μόνο αυτή δεν περίμενα: «Δεν είμαι το φάντασμα του παπαγάλου. Είμαι η Ρουγκρούφ, η άσπρη αρκούδα, ένας απραγματοποίητος πόθος, μια χίμαιρα. Είμαι μια αντανάκλαση στον καθρέφτη, ένα φωτεινό σπάραγμα ενός διαλόγου που πρέπει να συνεχιστεί παρά και κόντρα στην απόσταση των σωμάτων. Είμαι η Ιπτάμενη Φάλαινα.»