Υπάρχω
23-12-2017

Σε συνέχεια μιας ανάρτησης στο φμπ για τους στίχους του «Υπάρχω», λίγες επιπλέον σκέψεις, οι οποίες πάντως, όπως και η αρχική ανάρτηση, δεν γράφονται με πρόθεση να αναμετρηθούν στα σοβαρά με την ιστορία, την ιστορικότητα και την αξία του τραγουδιού (αυτό τους έλειπε δηλαδή), αλλά εξετάζουν τους στίχους -όσο αυτό είναι βέβαια δυνατό- αυτόνομα και εκτός καζαντζιδικού κόντεξτ και εν τέλει ως αφορμή για να πουν τα δικά τους.

Αρκετά με τους σοβαροφανείς προλόγους, ας πάμε στο ζουμί. Ποιος τραγουδάει το «Υπάρχω»; Ένας άνθρωπος που έχει μόλις χωρίσει. Για την ακρίβεια ένας άνθρωπος που δεν χώρισε με τη θέλησή του, αλλά τον έχει χωρίσει το ταίρι του. Ένας άνθρωπος επίσης που τραβάει ένα προφανές μεγάλο ζόρι με τον χωρισμό, που ο χωρισμός δεν του είναι καθόλου αδιάφορος. Άρα ένας άνθρωπος πληγωμένος, που νιώθει ίσως και προδομένος, ένας άνθρωπος ματαιωμένος. Είναι λοιπόν εύλογος ο αντίλογος ότι αυτό που μοιάζει στο «Υπάρχω» ως έπαρση είναι αντίθετα αντίδραση σε μια μεγάλη και ανοιχτή πληγή; Ότι όλη αυτή η φαινομενική αλαζονεία προσπαθεί να γεμίσει κενό που έχει δημιουργηθεί από την απόρριψη;

Όπως το πάρει κανείς. Όντως κανείς δεν είναι ανοξείδωτος απέναντι στον ερωτικό πόνο, όντως το να είσαι με κάποιον και ξαφνικά να σου ανακοινώνει ότι πάει, έφυγε, είναι αλλού πια, μπορεί να σε ισοπεδώσει. Και συνήθως το κάνει κιόλας. Μέχρι να περάσει χρόνος και να σου περάσει βέβαια, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα που δεν αναιρεί την ισοπέδωση που αρχικά βιώνεις. Οπότε αν κι ο Υπάρχος τραγουδάει όσα τραγουδάει από θέση ισοπέδωσης, γιατί να διαβάσουμε τα λόγια του ως αυτάρεσκα και όχι ως προσπάθεια ανασυγκρότησης του συντετριμμένου του εγώ;

Επειδή πουθενά μέσα στα λόγια του δεν χωράει κάτι από εκείνη. Επειδή μέσα στα λόγια του υπάρχει αυτός και μόνο αυτός. Δεν μαθαίνουμε οτιδήποτε για τη γυναίκα που ερωτεύτηκε, δεν μαθαίνουμε μισή λέξη για το γέλιο της, το πρόσωπό της, τα μαλλιά της, τα μάτια της, κάτι της. Δεν βρίσκει χώρο να αναπνεύσει μισή λέξη που να την εξατομικεύσει, τραγουδάει τον ερωτικό πόνο χωρίς να πει οτιδήποτε για αυτήν που ερωτεύτηκε. Μια και μόνο μορφή θα τραγουδήσει: τη δική του. Τη δική του και όχι τη δική της. Γιατί ο Υπάρχος είναι ακριβώς ο τύπος που δεν μπορεί να δει κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο. Όχι μόνο τώρα. Και όσο ήταν μαζί και πριν αυτή τον σουτάρει τον εαυτό του μόνο κοίταγε.

Οπότε ακόμη κι αν δεχτούμε ότι κάθε ερωτικός πόνος ενέχει εξ ορισμού μέσα του και το αμιγώς εγωιστικό στοιχείο του «Γιατί όχι εμένα;» και του «Γιατί δεν του/της κάνω (πια);», ο πόνος του Υπάρχου είναι δευτερευόντως ερωτικός, ο πόνος του Υπάρχου είναι τόσο πολύ και τόσο κυρίως εγωκεντρικός που καταλήγει να είναι σχεδόν μη πόνος, αφού δηλώνει πως πολύ απλά Εμένα δεν γίνεται να με ξεχάσεις και να με ξεπεράσεις, αφού είναι ο ανθρωπότυπος που ήξερε, ξέρει και θα ξέρει ότι ήταν, είναι και θα είναι ο ξεχωριστός, ο ένας, ο μοναδικός. Και όχι μόνο στα ερωτικά του. Σε όλα είναι έτσι. Σε κάθε του σχέση και κάθε του δραστηριότητα αδυνατεί να δει τίποτα πέρα από τον ίδιο. Ξεχάστε τον νταλκά και την ερωτική απόρριψη. Σε κάθε τι που τον αφορά νιώθει βασιλιάς, κυρίαρχος, ο γαμάω. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει τίποτα αντικειμενικό που να το θεμελιώνει. Γιατί αν δεν είναι στη ζωή βασιλιάς και κυρίαρχος, θα τον έχουν φάει τα κυκλώματα ή κάτι παρεμφερές.

Για αυτό και εν τέλει ο Υπάρχος δεν διαχειρίζεται ποτέ στην πραγματικότητα κανενός είδους απόρριψη. Υπάρχει μέσα του τόση μπετόν κατάφαση για τον εαυτό του, που κανείς δεν τον απορρίπτει στα αλήθεια: ή τον πολεμάνε ή ακόμη κι αν τον απορρίπτουν αυτός κυρίαρχος μέσα τους θα μείνει. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστεί, είναι και αρχή και φινάλε, είναι της ζωής τους ο ένας.

Ναι, το «Υπάρχω» είναι ερωτικό τραγούδι. Αλλά τραγουδά τον έρωτα του Υπάρχου προς τον εαυτό του. Στη ζωή του Υπάρχου κανείς άλλος δεν μπόρεσε ποτέ να χωρέσει στα αλήθεια. Μην λυπάστε τον Υπάρχο για τον πόνο του. Δεν πονά στα αλήθεια. Δεν του λείπει η άλλη στα αλήθεια. Έχει τον εαυτό του.