Τραυλά, ανήξερα σώματα
01-03-2019

Το θρυλικό «ξύπνημα της εφηβείας» ήταν μια συγκεχυμένη περίοδος διαδόσεων, πεποιθήσεων και εσωτερικής ταραχής, στικτή από λανθασμένες εκτιμήσεις για την λιβιδώ και την συμπεριφορά μας.

Μας «ξυπνούσαν» συνήθως οι μεγαλύτεροι της τσακαλοπαρέας, από την κατηγορία των «εξωσχολικών», φουμαδόροι από τα δέκα τους χρόνια και χαρακτηρισμένοι «αλήτες». Συγκεντρώσεις στο παραγκάκι από ξυλοτέξ απέναντι από τις σκάλες του σπιτιού του Μπίλη, κολλητά στο σπίτι του Ψαρρή.

Υπήρχε και άλλο στέκι, στην κεφάλωση της κατηφοριάς που έβγαινε στο σπίτι του Ζεγγίνη. Πάντα το βράδι. Εκεί, μας έδειχναν την τροχιά του δορυφόρου που μετέφερε (ήδη ψημμένη) την Λάικα. Και την Μεγάλη Άρκτο.

Οι γονείς και η γειτονιά, πίστευαν ότι παίζαμε μονομανώς «μπαμ»,που διέφερε από το κρυφτό και τους «κλέφτες και αστυνόμους» στο ότι αν πιάναμε τους αντιπάλους κρυμμένους, ανακράζαμε «μπαμ» και έφευγαν από το παιχνίδι. Δεν υπήρχαν τα «σε είδα» και να φτύνουμε την κολόνα όπου «τα φυλάγαμε». Τελειώνοντας ο Αγώνας, έπρεπε να σταθούμε κάπου, να ξεϊδρώσουμε. Ήταν μέτρο αποφυγής της σπιτικής ρουμπατσίνας. Στο παραγκάκι λοιπόν ή στου Ζεγγίνη απ΄ έξω, γινόταν η στεγανοποίηση. Άρα το ρίχναμε στα εγκυκλοπαιδικά.

Εκεί έμαθα τα πολλά από τις ιστορίες των μεγάλων της τσακαλαρίας. Καυχιότανε που αντάμωναν τον Τσικλιντάν και τον ξεβράκωναν «επειδή ήταν γυναίκα». Άλλος παινεύονταν πόσες κασίδες πρόσθεσαν στον Γιάννη τον Σλιάκατα και πόσες πέτρες αλλού. Αυτόν που μονολογούσε το ακατάληπτο «κεπατρί, κεμακώ, βουζαβέ, σαγαπώ, σαγαπώ».

Στα θεωρητικά μαθήματα, ήταν οι πληροφορίες για τις γυναίκες ή τους γυναίκες. Κανένας τους δεν θύμωνε αν κάποιος τον έλεγε «μπινέ» ενώ χυνόταν αίμα αν του έλεγαν πως «τον έπαιρνε».

Όταν δυσφορούσαμε και δεν εκτελούσαμε μιαν αγγαρεία απ΄αυτές που μας ζητούσαν, οι μεγάλοι μας παρότρυναν να εκτελέσουμε αμελλητί την εντολή με το τσιτάτο «πρώτα χύσε και μετά κάνει ό,τι θες». Αυτό το χύειν ή το χύσι, ουδέποτε ερμηνεύτηκε. Ήταν μια οραματική μελλονική περίοδος. Κι όταν κάποιος ρώτησε αν χύνουν και τα κορίτσια, κάθησε σε ένα σκαμνί, άνοιξε τα πόδια και ώθησε μια φτέρνα του προς τα αχαμνά του, παλινδρομικώς. «Έτσι χύνουν» εξήγησε.

Πριν ανοίξει πέταλα και σέπαλα η δεκαετία του 60, το πρόβλημα λύθηκε. Ο πιο λιανός, ο πιο σεμνός συμμαθητής, διέσχισε το πάρκο με το άσπρο άγαλμα, τρέχοντας φρενήρης ουρλιάζοντας, εκεί που αδρανούσαμε στο περίπτερο του γέροντος Ασικέλη, με την ιαχή «Έχυσα! Έχυσα!». Ο σοφότερος των μεγάλων, τον ανέκρινε με στακάτες ερωτήσεις, περιμέναμε εναγωνίως, ώσπου κατέληξε «ναι, έχυσε»

Ήταν Σεπτέμβριος του 1959 . Όπως έγραψε ο πεφιλημένος μου Frank O Hara Krushchev is coming on the right day!

Kαι η παρούσα ανάρτηση, αντικαθιστά, όλες τις σκοτεινές γιορτές της σάρκας που άκουσα ή άκουσαν οι φίλοι και οι γνωστοί μου. Για να μη διαπραγματευτώ τον δάσκαλο που άφηνε να κρέμεται μια κλωστή σάλιο από τα φρυγμένα χείλη του, τον απόστρατο και τι έκαμε στον εθελοντή, τα κορίτσια που, μεγάλες κυρίες με παιδιά, έκλαιγαν στην ποδιά της μάνας μου γα το τι τράβηξαν από τον προέχοντα της τότε εκπαιδευτικής κοινότητας, για αμέτρητες εμπειρίες ου φωνητές ,γεμάτος ο κόσμος κι ο ντουνιάς από τέτοιες περιπτώσεις, καθώς η λιβιδώ σπανίως απαιτεί ευθύνη διαχείρισης και προορίζεται να επιβιώνει σε επτασφράγιστα καπακωμένα αποθέματα ομιλημάτων και όταν βγαίνει καμιά φορά στη φόρα, είναι επειδή εκπυρσοκρότησε άκαιρα η πονηρά μια σφαίρα στο μαλακό υπογάστριο της ανθρώπινης τραγωδίας.