Για την αντίληψη που έχω αποκτήσει (όχι από την εμπειρία ή από κάποιο πλέγμα πεποιθήσεων) εκτιμώ πως έρχονται μπελάδες, Ελλάδες, αγελάδες. Αρκεί να λήγουν σε-άδες.
Ιβάν τη μια μέρα, Χώκινγκ την επομένη, ο Καλαβρύτων αργότερα. Με την ίδια ένταση, το ίδιο πάθος, την ίδια εμμονή. Σε μια άλλη ζώνη κι όσο κρατάει μια ανάσα, ένα τσιγάρο, ένας καφές, σημειώνουμε ένα βρωμόξυλο, ένα βιβλίο, ένα ανθισμένο κλαδί μυγδαλιάς.
Δεν είμαστε αναγνώστες, αυτόπτες ή ακροατές. Είμαστε συντάκτες μιας είδησης, μιας φήμης, ενός δράματος. Τα σχόλιά μας δεν γράφονται, δεν ιστορούνται, δεν ερμηνεύουν.
Πολύ σπάνια να παινέσουμε, να κρίνουμε, να συγκρίνουμε. Πλέκουμε ή διαλύουμε ένα πουλόβερ, δένουμε ή λύνουμε κορδόνια, η πετονιά μας τσιμπάει μια πέρκα, σκαλώνει σ’ έναν βράχο, ανεβάζει ένα άρβυλο. Τρώμε άτσαλα, βιαστικά, υστερικά.
Η αντίδρασή μας παράγει ευαρέσκεια, απαρέσκεια, σιχασιά. Παρά την ποικιλία των ερεθισμάτων, παραμένουμε μονοθεματικοί, διδασκαλικοί, παράφοροι.
Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί. Ανακυκλούμενες τριάδες. Η μια καταπίνει την άλλη. Καμία δεν επικρατεί, καμία δεν χάνεται. Καμία δεν έχει τρεις διαστάσεις. Παίζουμε σκάκι, τρίλιζα ή ντάμα με το εαυτό μας, τον εαυτούλη μας ή με το εγώ μας και χάνουμε. Συνεχώς, συστηματικά και επώδυνα.
Και οι παραγωγοί, οι επινοητές και οι διαμορφωτές του κόσμου μας, συνεχίζουν το δούλεμα, παραγωγικοί, εφευρετικοί, οργανωμένοι.
Χωρίς να βλέπουμε αυτό που υφαίνεται ή υφαίνετε. Ορθογραφικώς εννοώ.