Τρία εύκολα κομμάτια
24-01-2020

1. Ο μαύρος σπόρος

Στα χέρια του συγγραφέα φυτρώνει ένας μαύρος σπόρος, όπως οι φακές που τρέφαμε μέσα σε νοτισμένο μπαμπάκι. Οι γραμμές της παλάμης του, δηλαδή η κοιτίδα της χειρομαντείας, είναι κοιλάδες κατάψυχρες, παγωμένες, θηλές όπου ο πάγος θεωρείται ζεστό καταπότιο και η χιονίστρα ιδρωτήριο.

Διότι δεν ξεύρω δι’ εσάς, αλλά η δική μου τέχνη, όση και οία, είναι απάνθρωπα γραμμική και βαρετή και θέλει τες υπομοναίς τες. Άμα σε καίει το ταλέντο, ξυστά περνάς από του Σώρρα την σύγχυσιν. Άμα πιστεύεις σε καλλιτεχνήματα, νωρίς θα σε αναρπάσει ο τύφος της συνείδησης. Και θα ξαφνιαστείς, οπωσδήποτε, ανακαλύπτοντας, φαρμακωμένος πως ο άστεγος πάνω στο νάιλον με τη λερή κουβέρτα, έχει στην κοιλιά του κρεμασμένο σαν χαβιάρι χταποδιού, ένα τεράστιο απόθεμα ταλέντου και δεινής καλλιγραφίας. Πως δεν έγραψε το αριστούργημα που τόσον επιθυμείς, επειδή το αποστήθισε και δεν χρειάζεται πλέον αναγνώστη. Αλλά θα πεθάνει, ακόμη κι αυτός, πιο τρυφερά από εσέ. Εσένα. Εσένανε.

Το θεματολόγιο έρχεται και σε βρίσκει. Τα ευρήματα του «αχ τι καλά που το είπατε αυτό» σου υπαγορεύονται από ατμούς της σελήνης, όποτε δεν υποφέρεις από το συνάχι του κριτικού λόγου. Αν κολλάς σε μια έκφραση και δεν βγάζεις μιαν αράδα ευπρεπώς, φταίει το πληκτρολόγιο που δεν το αλλάζεις, επειδή εμπιστεύεσαι τον υλικό κόσμο. Αυτό που ποτέ δεν υπάρχει περίπτωση να ανιχνεύσεις, είναι αν σημάδεψες καλά το δοξαπατρί του «άλλου». Δεν το ξέρεις. Σέβεται τη γραφή σου για τους λάθος λόγους. Όταν βαριέται ή διατρέχει τις γραμμές σου διαγωνίως, δεν πέτυχε το πιλάφι και του έφτιαξες λαπά.

Άντε τώρα, μη μου κουραστείς, να σου ειπώ το μυστικό. Το μυστικό είναι στο χαβιάρι που πριν λίγες σειρές εκθείασα ως πηγή και εκβολή της συγγραφικής τέχνης. Έτσι και το πάρεις είδηση, δεν είναι αρκετό να χαρείς, ή να νομίζεις πως κατέφθασε πλησίστια η Έμπνευση. Διότι δεν έχεις την υπομονή να προσέξεις την συνέχεια, ποια είναι δηλαδή η Τηλεγονία στην Οδύσσεια που σκαρώνεις:

Το χαβιάρι είναι αυγά, είναι ζωντανό, κι αν δεν το παγώσεις, ευθύς βγάζει πσαράκια, μπακακάκια, γυρίνους, ιπποκαμπάκια, μονομάχους, που καταλαμβάνουν το σώμα σου και το καταβροχθίζουν. Αλλά δε χάνεσαι, δεν εξαλείφεσαι, δεν πονάς. Είσαι απλώς αλλού, είσαι άλλος. Το΄πε το΄πε, ο παπαγάλος.

Βλάκα, ε βλάκα.

 

2.  Ο αποφασιστής

Με χαρά ανακοινώνω την τελευταία μου απόφαση. Θα γράψω και θα εκδώσω βιβλίο. Δέκα τυπογραφικά, για ηλικίες 8-88, χωρίς σεξ, ύβρεις και βία, με απλά νοήματα αμέσως κατανοητά. Μήτε μία λέξη που ξώκειλε, πλην με τεράστια ανταπόκριση αναγνωστών. Θα μεταφραστεί, θα γίνει ταινία ή κάτι παρόμοιο. Φυσικά θα τυπωθεί με άλλο όνομα. Μάλλον γυναικείο.

Και γιατί «με χαρά;». Διότι αυτό το μπουκ το σκέφτηκα by the book. To θέμα, πανανθρώπινο και απλό, εκατοντάδες συνάδελφοι θα βαρέσουν το κούτελο εν απογνώσει επειδή δεν το σκέφτηκαν πρώτοι. Τα παιδιά θα την καταβρούν, οι γέροι θα συγκινηθούν, το μεγάλο πλήθος θα φρίξει. Περιττό να τονίσω την ακραία λάγνα κόλαση των αναγνωστριών. Η πλάκα είναι πως η ηδυπάθεια, τα μπινελίκια και το βρωμοξυλο θα ξεχειλάνε, αλλά καμία ρυθμιστική αρχή, και να θέλει, δεν θα κουνήσει το δαχτυλάκι της.

Μου πήρε μόλις εβδομήντα χρόνια να εξελίξω την ιδέα. Αν αποφάσιζα να το βγάλω τότε, και παρευθύς αυτοκτονούσα, το βιβλίο θα ήταν ελεύθερο πνευματικών δικαιωμάτων. Αλλά έν μυαλό διαθέτουμε και δεν τα προλαβαίνουμε όλα.

 

3. Μαρία

To ξύλινο βαλιτσάκι όπου φυλάω τα πρώτα κείμενα, έως το 1965, βαριά-βαριά, σπανίως το ανοίγω. Μια φορά τον χρόνο και πολλά λέω. Το αρχαιότερο είναι του 1954 και είναι κόμικ. Εκεί πάντως βρίσκεται ένα όνομα που με παίδευε τον Ιούνιο του 1963 και έμενε ανερμήνευτο: Μαρία.

Μαρίες άργησα να γνωρίσω, δεν ξέρω γιατί. Ίσως διότι παρέμεναν χαμένες σε υποκοριστικά. Ωστόσο, το όνομά της υπήρχε, δεκαπέντε μέρες πριν γενεί πρωθυπουργός ο Πιπινέλης, για να λάβετε μία ιδέα. Με κόκκινο μπικ. Μαρία. Ανερμήνευτο και αινιγματικό, επί δεκαετίες. Ωσπου τις προάλλες, την θυμήθηκα.

Σε μία κυριακατικη βόλτα, εκεί όπου αργότερα άνθισε η καφετέρια του Κουτούδη. Ήταν με άλλες δύο φιληνάδες. Στο μέσον.

Ήταν κοντούλα, με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι. Δεν ευτύχησα ποτέ να ιδώ τα δόντια της, διότι μονίμως την εκάτεχε ένα μειδίαμα. Δεν παρέπεμπε σε κάτι αρχαϊκό, αλλά έσταζε ειρωνεία. Και δεν χαμήλωνε το βλέμμα, κατά τα τρέχοντα της εποχής. Κοίταζε κατάματα, σχεδόν με θράσος.

Την είδα και ξεράθηκα. Κοκκίνισα και ξεροκατάπινα. Οι κυρικάτικες βόλτες στα Γιαννιτσά, οι εφηβικές, κρατούσαν τουλάχιστον ένα δίωρο. Από τον Χαζνέ, στο φουρνάρικο του Πλατή, πριν την κατηφόρα προς το τζαμί που ήταν εκκοκιστήριο. Πήγαινε-έλα. Εκκρεμές. Για να υπάρξει η στιγμή της μιας και μόνης φευγαλέας ματιάς. Ανά ημίωρο.

Κράτησε τρεις ημέρες. Σε κάποια απ΄όλες, άκουσα πως την έλεγαν Μαρία. Δεν της μίλησα ποτέ. Δεν μου μίλησε ποτέ. Μετά, μου πέρασε. Δεν θυμάμαι γιατί.  Αλλά πύρωνε ανόσιο καλοκαίρι, και πλησίαζε η εποχή που συνάντησα στον βίο τον πρώτο τόμο του Καβάφη, σέπια εξώφυλλο, σέπια τα τυπογραφικά στοιχεία, δεν υπήρχε Μαρία και Μάριος και Τιτίκα και Υβ Μοντάν στην «Τιτίνα» μήτε ανένδοτος αγώνας και τα δοκίμια στις «Εποχές» έμοιαζαν ακατόρθωτοι βράχοι.

Ετικέτες: κριτικός λόγος