Στη Νάουσα το 1957, είδα τον πρώτο ηθοποιό στη ζωή μου. Είχαμε πάει οικογενειακώς για το θρυλικό της καρναβάλι, και ήταν πήχτρα ο κόσμος, ακίνητος, με το σαγόνι ψηλά, προσπαθώντας να δει είτε τα όργανα, είτε τις Μπούλες. Αλλά η ακινησία, είχε και λεωφόρους, εσωτερικές, παρέες γλεντζέδων, χέρι χέρι, έτρεχαν διασχίζοντας το πλήθος, γελώντας, χαρούμενοι και πιωμένοι. Έτρεχαν σχηματίζοντας παράξενα, ασπαίροντα ρυάκια. Όποιος ήθελε να μετακινηθεί έπρεπε να πιαστεί στην ουρά μιας τέτοιας φιδίσιας διαδρομής. Ήμουν μικρός και πίεζα τους γονιούς μου «άντε, να κουνηθούμε κι εμείς» οπότε με άκουσαν για λίγα μέτρα, και τότε τον είδα. Μια σεβαστική κύκλωση γύρω του. Ήταν ακίνητος, σοβαρός, και (ώ της μαγείας!) φορούσε ένα μεταξωτό φουλάρι. Ωσάν μπαταριές ακούγονταν οι αναγνωρίσεις: «Καλέ, ο Μανέλλης, ο Μανέλλης!»
Κάπως αργότερα, στα Γιαννιτσά γνώρισα τους βασιλείς. Ο Άναξ θα μοίραζε βιβλιάρια προικοδοτήσεως απόρων κορασίδων, με τη θερμή σύσταση των βασιλοφρόνων, να μη σπαταλήσουν τα λεφτά, αλλά να αγοράσουν ένα κομμάτι γης με λεύκες, ώστε όταν τα κορίτσια πατήσουνε τα 20, να πουλήσουνε τον δενδρώνα που τότε είχε ένα χιλιάρικο η λεύκα και να έχουν την προίκα τους. Αλλά έτυχα στη γωνία, στου μετέπειτα Κουτούδη, όπου η Φρειδερίκη, τριγυρισμένη από κυρίες και δεσποινίδες, τις χαιρετούσε δια χειραψίας. Την συνόδευαν ωραία ντυμένες της ακολουθίας της και η κυρία επί των τιμών που την παράστεκε, κρατούσε ένα μπουκάλι πράσινο οινόπνευμα και η Άνασσα, μετά από κάθε χειραψία, άπλωνε το χέρι στο πλάι και η κυρία της έσταζε οινόπνευμα στην παλάμη.
Η εικόνα με άφησε ενεό, αλλά δεν ήταν αρκετή η εμπειρία. Διαδόθηκε πως περπάτησε έως την «Νέα Ρέμβη», το καφενείο του Λεονταρή Σαρμπάνη, αλλά δεν το επιβεβαίωσα. Πάντως κάθησε σε ένα καφενείο και παρήγγειλε καφέ. Γύρω της, την εθαύμαζαν. Ο καφετζής μάλλον έτρεμαν τα χέρια του από το σοκ και αργούσε. Οπότε, ο θρύλος την θέλει να περιμένει ώσπου γύρισε και είπε στην ομήγυρη «κόκκαλα έχει αυτός ο καφές;»
Τέλος, αρχές του 60, καθήσαμε στου Μεταφτσή οικογενειακώς στον Βόλο, περιμένοντας τον «Κύκνο» να έρθει να ταξιδέψουμε για Σκιάθο. Το μενού ήταν δεσμευτικό: εντράδα ο πατέρας, ζωμός κρέατος η μάνα, πατάτες τηγανητές ο αδερφάκος, ρύζι εγώ. Δίπλα μας, ήταν ο Θανάσης Καμπαφλής, παλαιστής, μονάχος, που η αφισέτα του είχε πλημμυρίσει την πόλη-θα πάλευε μετ’ επιδείξεως το βράδυ. Τον χαζεύαμε μαγεμένοι διότι έτρωγε τον άμπακο και γρήγορα.Ήταν τόσο συναρπαστικό το θέαμα ώστε στην οικογενειακή τακτική «επί των αναμνήσεων» συνεδρία, χρόνια μετά, κανένας μας δεν θυμόταν ακριβώς τι έφαγε (κυριαρχούσαν τα μακαρόνια με κιμά) και πόσα πιάτα (έπαιζε μεταξύ τριών και πέντε).