Οι Άγγλοι έχουν μια ωραία φράση: “What could possibly go wrong?” Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Μια φράση που είθισται να ξεστομίζεται σε στιγμές που πολλά θα μπορούσαν να στραβώσουν, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους, εμείς, επιλέγουμε να τα αγνοούμε. Τη στιγμή όμως που πέρασε από το μυαλό μου ήταν καθαρή από ειρωνεία. Την εννοούσα κυριολεκτικά.
Καθόμασταν μέσα. Τέσσερις όλοι κι όλοι. Τέσσερις και ο κούκος. Ο μπουφετζής. Ίσως και οι τελευταίοι τέσσερις στην πόλη. Δυο μεσήλικες, μια νεαρή κοπέλα, κι εγώ, ο ντεμί μεσήλικας. Είχε δυνατό κλιματισμό, καλό καφέ, και το κάπνισμα επιτρεπόταν. Ο καθένας στη φούσκα του. Σκυμμένοι πάνω από τα βιβλία μας καθώς η τζαζ έδενε με τον υπόκωφο ήχο των τζιτζικιών που πλάνταζαν απ’ έξω. Ιδανικό απομεσήμερο Αυγούστου στο κέντρο. “What could possibly go wrong?” σκέφτηκα σχεδόν αφηρημένα. Ετοιμαζόμουν να πιω μια γουλιά καφέ όταν άνοιξε απότομα η πόρτα. Σήκωσα τα μάτια μου από την τυπωμένη σελίδα και τον είδα. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με θόρυβο και τράβηξε το περίστροφο. Φορούσε μουτσούνα που έμοιαζε στον Νίξον αλλά μάλλον δεν ήταν. «Δε χρειάζεται να γίνει κάτι που είναι σίγουρο ότι όλοι θα το μετανιώναμε», είπε με λεπτή, σχεδόν παιδική φωνή. Ήταν ψηλός και δεν μπορούσες να προσδιορίσεις την ηλικία του. Τον κοιτάζαμε σαστισμένοι, ή μάλλον, κοιτάζαμε την κάννη τού όπλου. «Έχω μόνο 45 ευρώ ταμείο», είπε ο μπουφετζής με φωνή που έσπασε ελαφρά. «Δε θέλω τα λεφτά σας», φώναξε κραδαίνοντας το όπλο. Ο ήχος της φωνής ήταν σα να είχε μετατοπιστεί, και να έβγαινε τώρα μέσα από την κάννη. «Θα αφήσετε όλοι τα βιβλία σας πάνω στα τραπέζια. Κλειστά. Θέλω να φαίνεται το εξώφυλλο», είπε, και ενστικτωδώς εκτελέσαμε την εντολή. Δεν έχασε χρόνο. Πέρασε πρώτα από το τραπέζι της κοπέλας. Κοίταξε το βιβλίο. «Τοστ Ζαμπόν. Μπουκόφσκι. Έχεις το ακαταλόγιστο λόγω ηλικίας», είπε η κάννη του όπλου, και προχώρησε στο διπλανό τραπέζι. Ο μεσήλικας τον κοίταζε. «Το Κουτσό. Χούλιο Κορτάσαρ», διάβασε, και με μια κίνηση έσπρωξε το βιβλίο στο πάτωμα. «Πώς τα διαβάζετε αυτά τα πράματα;», φώναξε στον σαν στήλη άλατος άνδρα. Πέρασε στον επόμενο. Ο έτερος μεσήλικας δεν σήκωσε καν το βλέμμα του. «Πήτερ Κάμεντσιντ. Έρμαν Έσσε», είπε με στόμφο ο Νίξον και κοίταξε τον ιδιοκτήτη τού βιβλίου. «Η περίπτωσή σας είναι… περίπτωση. Θέλω να πάτε στη σελίδα 100 και να μου διαβάσετε από εκεί που λέει “Εγώ ήμουν ποιητής…” μπλα, μπλα», του είπε. Ο μεσήλικας έπιασε το βιβλίο και πήγε στη σελίδα. Τα μάτια του σκάναραν το κείμενο για να εντοπίσουν το επίμαχο σημείο. «”Εγώ ήμουν ποιητής, ταξιδιώτης, πότης, μονόχνωτος! Αλλά τώρα μου φαινόταν πως ανακάλυψα το πεπρωμένο μου στη δυνατότητα ενός γάμου από έρωτα, που θα μου έδινε την ευκαιρία να χτίσω τη γέφυρα με τον κόσμο των ανθρώπων.”», διάβασε με τρεμάμενη φωνή. Ο μουτσούνας τού έβαλε το όπλο στον κρόταφο και τράβηξε πίσω τον κόκκορα. Ακούσαμε καθαρά το κλικ. «Σε λυπάμαι. Δεν απορώ καθόλου που αυγουστιάτικα κάθεσαι εδώ μέσα και διαβάζεις πράματα που έπρεπε να είχες ξεπεράσει στα σχολικά σου χρόνια. Καλά να πάθεις!» του είπε, και χαμήλωσε το όπλο. Ο μεσήλικας έτρεμε. Χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλά του. «Σοβαρά τώρα; Κλαις ή έχεις ιδρώσει;» τον ρώτησε ατάραχος. Δεν έλαβε απάντηση γιατί ούτε το ίδιο το θύμα δεν ήξερε τι του συνέβαινε. «Θα σας δώσω μια τελευταία ευκαιρία», είπε και ήρθε στο τραπέζι μου. «Ernesto Sabato. The Tunnel», είπε με μια δόση ειρωνείας, και κοίταξε τους υπόλοιπους στο μαγαζί. «Έχουμε και αγγλομαθή εδώ μέσα. Πολύ ωραία. Δε φταίω εγώ. Σελίδα 50. Θα διαβάσεις από εκεί που λέει «”During the time in my life…” μπλα μπλα…», είπε. «During the time in my life when I had friends, they often laughed at my passion for always selecting the most tortuous route.”», διάβασα και σταμάτησα. «Συνέχισε. Δε βιαζόμαστε καθόλου, καλέ μου μούσια», μου είπε, και συνέχισα. «”I ask myself though, why reality has to be simple. Experience has taught me just the opposite; it almost never is simple, and when something seems unusually clear, when some action appears to obey a simple logic, there are usually complex motives behind it.”», με έκοψε ακουμπώντας την κάννη στον κρόταφό μου. Την κατέβασε όμως αμέσως, και κατευθύνθηκε προς τον μπουφετζή. Ο Νίξον μάς είχε γυρίσει την πλάτη αλλά κανένας δεν τόλμησε να κουνηθεί. «Το Κουτσό εσύ το ξέρεις;» τον ρώτησε. «Όχι βέβαια! Δεν έχω σχέση με τέτοια εγώ», είπε εκείνος αμέσως. «Έχεις, αλλά δεν το ξέρεις», είπε και γύρισε πάλι προς το μέρος μας. «Δυο Αργεντίνοι στο ίδιο μαγαζί. What are the odds? Το Κουτσό βέβαια είναι σαν χιλιοφορεμένη καπότα. Το έχουν κατακλέψει οι πάντες για να γαμήσουν κάποια κατακαημένη ή κατακαημένο, μη με παρεξηγάτε. Αν έχει λογοτεχνική αξία; Σας το χαρίζω. Έγινε κανένας καλύτερος άνθρωπος διαβάζοντάς το; Φυσικά και όχι γιατί δεν ψάχνετε να μάθετε κάτι. Ψάχνετε να γαμήσετε. Γιατί αν δεν ψάχνατε να γαμήσετε θα διαβάζατε στα σπίτια σας…», είπε. Τον άκουσα να ξεφυσάει μέσα από τη μουτσούνα. Ακουγόταν γνήσια αγανακτισμένος. Συνέχισε όμως «…ο Σάμπατο όμως είναι άλλη ιστορία. Θα σας τη χαρίσω, για τελευταία φορά. Θα φύγετε όμως. Δε θέλω να σας βλέπω. Κουράστηκα με την πάρτη σας. Αν σας ξαναδώ σε μαγαζί να διαβάζετε, θα λαλήσει το κοκόρι…», είπε και όπλισε ξανά «…αφού δεν μπορείτε να κάθεστε σπίτια σας, θα πάτε σε παραλίες να διαβάζετε τα μιάσματά σας: Με ακούτε; Στα καφενεία ερχόμαστε για να απολαύσουμε καφέ», είπε και γύρισε προς τον μπουφετζή. Ακούμπησε το όπλο στο μπαρ, και βγάζοντας τη μουτσούνα τού είπε: «Ένα ζεστό εσπρέσο, παρακαλώ».