Ήτον 1971 και έβοσκα σε χάρτες επιτελικούς, αμή και κάτι αμερικάνικους σε θερμικά φωτοαντίγραφα 1 προς 20.000, καλύτερους δεν είχα. Και σε μία κατάνυξη, λέω στον Σταμάτη αν είναι να επιχειρήσουμε μια Εγνατία την εντός των ελληνικών συνόρων και είπε «ναι» αλλά όχι με τα πόδια πλεον — το 1970 είχαμε θερίσει τη Μυγδονία έως έξω στα Βρασνά, ο κόπος πολύς, η δουλειά ολίγη.
Πήγα στον Μπούρα και έγραψε σημείωμα για τον δρόμο — τότε όταν ήσο υπαίθριος σε ψάχνανε. Είπαμε για μέσον και μόνον ο Θανάσης είχε μοτοσικλέτα, μια πενταμισάρα Μπεεμβαί και ήταν πρόθυμος για βόλτες επειδή μιλούσαμε τα βράδια για αποκρυφιστικά και μυήσεις και τρίτο οφθαλμό. Αλλά η μηχανή χωρούσε δύο και ο Θανάσης φρόντισε και νοίκιασε μια σιδερένια γαλάζια ψαροκασέλα και έβαλε έναν άξονα και είχαμε καλάθι.
Χώρισα το ταξίδι σε δυτικό και ανατολικό. Φύγαμε ένα Σάββατο Ιούλιο μήνα και βάσει προεργασίας, βαρέσαμε δυό γεφυρόπουλα ψηλότερα από τον δημόσιο δρόμο, στην Καλλίπολη. Το πλακόστρωτο της Εγνατίας, πλάτος 3.2 και αποτυπώθηκαν τα γεφύρια και η χάραξη του δρόμου. Έπειτα κατεβήκαμε παλαιόκαστρο Αραβησσού, μάλλον μία αλλαγή ίππων, μετρήσαμε τη μεγάλη γέφυρα στο Ριζάρι και πάνω που μπήκαμε Σελάνιτζα, πέσαμε σε ατσίγγανους συγκινημένοι, διότι στην αγωγή μας, μπορεί και να ήτουνε υπόλοιπα από τους Σερμησιάνους του Μαύρου, του έτους 680 μΧ. Και φωτογραφηθήκαμε ευτυχείς.
Είτα περάσαμε την Έδεσσα και άνοιξα τη δημοσίευση του Edson για την Εγνατία στη Βεγορίτιδα και κάναμε μπάνιο στη λίμνη, σε μία πλαζ που ήφτιαξαν κάτω από το Μανιάκι. Κοιμηθήκαμε άστρωτοι αφού βουτήξαμε στο πήλινο νερό. Ο ύπνος ήταν αργός, επειδή μιλούσαμε για μία χοάνη που ήθελε μύηση για να την υπερκεράσεις και ένας ένας χαθήκαμε σε κουβέντες στυλ Μαχαρίσι και ξερωγώ Νεπάλ και Μπουτάν.
Πριχού να μπούμε στον γύρο της λίμνης, είπαμε να ξεκρεμάσουμε από τον χάρτη τρια κρεμαστά χωριά, Ζέρβη, Παναγίτσα, Άγιο Αθανάσιο και ανεβήκαμε εκεί μετρώντας εκκλησάκια και καλυβάκια με σημειώσεις.
Κατεβαίνοντας μας σταμάτησε ένα τζιπ και ήταν τα ΤΕΑ. Μας πήραν τα χαρτιά που σχεδιάζαμε, δείξαμε το χαρτί του Μπούρα, το αγνόησαν, μας πήραν τις ταυτότητες και πρόσταξαν να τους ακολουθήσουμε στην Άρνισσα που ήταν η έδρα τους. Περιμέναμε τον διοικητή που ήταν εκτός, καθισμένοι στο άδειο γραφείο του, με τις ταυτότητές μας επάνω εκεί.
Πέρασαν ώρες και ξέσπασε μια ταραχή. Ο διοικητής που τον έλεγαν Θεοδωρίδη είχε δυστύχημα στον δρόμο της επιστροφής και πήγαινε νοσοκομείο. Κοιταζόμαστε, αρπάμε τις ταυτότητες και φεύγουμε έως τη νότια μύτη κατέναντι Βεγόρας, αλλά αποδίδαμε το δυστύχημα σε κάποια δικιά μας παράλειψη, μαγεία ή μαλακία και είπαμε να διακόψουμε την περιοδεία.
Επιστρέφοντας σαν τον άνεμο πιάνει τον καιρό ένα ανεμογκάστρι, ένας σίφωνας, μια βρόχα δυνατή και είπα πως δεν τη βγάζουμε καθαρή και καθαροί, ας πάμε Αγροσυκιά στον θείο μου, να κοιμηθούμε σε ένα ημιτελές σπιτούδι των γονιών μου. Έτσι κι έγινε.
Ο Σταμάτης διασκέδαζε, διότι ήταν αραχτός στην ψαροκασέλα και του ήρθε σαν μπανιέρα. Η βροχή χαμήλωσε στο Μηδέν, στα μάρμαρα του Κοτσίνη και φτάνουμε διάβροχοι και μούτσατσα στην πλατεία της Αγροσυκιάς.
Αντικρύσαμε το γνωστό σκηνικό με τους γέροντες του χωριού αραχτούς στο καφενείο του Γιαννίκα που είχε παντρευτεί την πρωτοξαδέλφη μου, την Σόνια. Μας διηγήθηκαν αργότερα πως ο θείος μου ο Γιάννης, δεν με αναγνώρισε, μας πήρε για χόμπος και αλήτες χιπαριό και είπε ψυχρά: «του σκύλ΄τα παιδία, πατέρα κ΄εχνε;» Τονε σκουντάει ο Λίτσος και του λέγει: «τη Φέτια ο παιδάντς είναι, σίμωσον» και ο Μπαρμπαγιάννης σηκωνεται, με προσφωνεί εγκαρδίως, πηγαίνουμε στο σπιτικό του κυνηγήσαμε και σφάξαμε ένα κουνέλι, το μαγείρεψε η θεία Άννα και ξεκουραστήκαμε.
Στην ανατολική περιοδεία ήταν όλα αληθινά και αξέχαστα και τον Αύγουστο χωρίσαμε, ο καθένας στην πατρίδα του. Εγώ βρήκα δουλειά, στα σχέδια για το στάδιο του Ηρακλή στη Μίκρα κατόπιν συστάσεων του κουμπάρου μου, ήμουν ήδη παντρεμένος, και άρχισα να ξεστραβώνομαι.