Το ταμπούρλο
16-04-2020
Ο Θανασάκης είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, ωστόσο ζει μόνος του και μοναχικά αρκετά χρόνια. Ξαφνικά είδε όλους τους ανθρώπους να κάθονται μέσα. Ξαφνικά το μένω συνέχεια σπίτι σαν καλό φαντασματάκι, έγινε η κανονικότητα. Στην αρχή υπέθεσε ότι θα έβρισκε μια ανακούφιση στο γεγονός ότι όλοι πλέον ζουν σαν κι αυτόν μιας και δεν θα έβλεπε φωτογραφίες ψυχαγωγίας που θα τον έβαζαν σε σκέψεις για το τι τρέχει με την δικιά του ζωή. Ήξερε ότι όλα αυτά θα τελειώσουν όμως, και ότι ο κόσμος θα ξαναβγεί έξω. Αγχώθηκε για το ότι η κλεισούρα του θα φάνταζε χειρότερη μετά από κάτι τέτοιο. Την ώρα όμως που έπινε το δροσερό νεράκι του σε ήρεμες γουλίτσες μια σκέψη παρουσιάστηκε στο κεφάλι του. Αν έμεναν όλοι για πάντα μέσα. Αν σταματούσαν τα πάρτυ και οι έρωτες, τα ταξίδια και οι εκδρομές και κυρίως αν σταματούσαν για πάντα οι αγκαλιές. Ποια πράγματα θα είχε να φαντάζεται ότι συμβαίνουν εκεί έξω; Κάποιοι πρέπει να ζήσουν. Κάποιοι πρέπει να ζήσουν ξέφρενα σαν αγριόπαπια που τρέχει στο νερό για ν’ απογειωθεί. Κάποιοι πρέπει να συνεχίσουν την ζωή έτσι ώστε να μπορεί ν’ ακούει από μακριά τον θόρυβο τους. Αυτή η ησυχία τόσες μέρες, δεν είναι γαλήνια. Αυτή η ησυχία είναι εκκωφαντική κυρίως γιατί εισέβαλε σαν μπότα της Βέρμαχτ αφού κανείς δεν την κάλεσε. Όχι αυτή η ησυχία δεν ήταν επιλογή. Η γαλήνη του δεν είχε κανένα νόημα αφού όλα ήταν βουβά. Δεν είχε τι να αποφύγει κι από τι να κρυφτεί. Αμέσως ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω φορώντας ένα μικρό ταμπούρλο, να το χτυπάει και να φωνάζει ― “Ζήστε. Ζήστε ρε βγείτε έξω. Θέλουμε επιτέλους την ησυχία μας. Κάντε θόρυβο να βρούμε επιτέλους την χαμένη μας γαλήνη. Δεν μπορείτε να μας το κάνετε αυτό, πολύ απλά δεν μπορείτε”.