Εδώ μέσα μόνον εγώ λείπω. Αλλά ξέρω τι έχει, με κλειστά μάτια. Θα μου πεις γιατί δεν το αδειάζω. Γιατί δεν τα πετάω. Γιατί για μένα, αυτή η σαβούρα είναι ημερολόγιο.
Το τελευταίο λοιπόν συρτάρι ανοίγει με δυσκολία. Έχει ένσημα παλιά, σαν συλλογή από γραμματόσημα, ένα καλτσάκι του ανιψιού μου που το είχα για θήκη στο κινητό, μια φωτογραφία μου τόπλες από διακοπές το ’04, έναν σταυρό από καλάμι που έφτιαξε η γιαγιά για τη γλωσσοφαγιά, μια πέτρα σε σχήμα καρδιάς που πάντα ήθελα να την κάνω κάτι, κάρτες μου επαγγελματικές, ένα γράμμα που μιλούσε για χωρισμό, εισιτήρια από θέατρα, συναυλίες και σινεμά, μια κασέτα κάμερας με σκισμένο χαρτάκι, συνταγή για κουλουράκια με τα γράμματα του μπαμπά.
Τα πατίκωσα πάλι όλα και το έκλεισα.
Πάντα όμως μοιάζει μισάνοιχτο.