Το συλλαλητήριο
20-01-2019

Είπαμε να βγούμε κι εμείς, τέλος πάντων, μια από εκείνες τις μέρες να διαδηλώσουμε γι’ αυτό που έκαιγε τις ψυχές μας. Επειδή όμως δεν το είχαμε βρει ακόμα και η ψυχανάλυση κοστίζει ακριβά, την νύχτα πριν την Μεγάλη Συγκέντρωση του Μεγάλου Σκοπού μαζευτήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου ετοιμάζονταν τα πανό και οι πικέτες. Κάποιος που θα οριζόταν από μια επιτροπή ως ουδέτερος, θα φώναζε με μια ντουντούκα τις πιθανές απαντήσεις και όποιος πετύχαινε μπίνγκο θα φώναζε δυνατά, σηκώνοντας το χέρι. Αμφίβολη διαδικασία, αν κάτσει να μετρήσει κανείς πόσα πραγματικά ξέρουμε και πόσα υποθέτουμε, αλλά τι να κάνουμε, αυτό είχαν αποφασίσει οι επικεφαλής, έτσι έπρεπε να πορευτούμε. Έτσι κι αλλιώς δική μας γνώμη δεν είχαμε, δεν ξέραμε καναν άλλον δρόμο και κανείς δεν ήθελε την ευθύνη να βρει κάτι διαφορετικό. Κι έτσι πορευτήκαμε.

Πολλά ακούστηκαν εκείνη τη μία νύχτα μέσα στη μεγάλη αίθουσα, την ώρα που άλλοι δούλευαν για τον κοινό σκοπό, οι ευτυχείς χειρώνακτες, που στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν και σε κάνουν να νιώθεις υδροκέφαλος που σκέφτεσαι τόσο πολύ και εντελώς κουλός που δεν πράττεις, αλλά εμείς τους συμπεριφερόμασταν πάντα σαν να ήταν κατώτεροι, για να μη το καταλάβουν. Πολλοί πάντως, μέσα σε εκείνη την οχλοβοή, πίστεψαν πως άκουσαν την αλήθεια για τα βάσανά τους και το με καμάρι το ανακοίνωναν. Κάποιος, αρχή αρχή, πίστεψε ότι το βάσανό του ήταν η αγάπη, από τα πρώτα που έπεσαν στο τραπέζι και μεταξύ μας, συγκινητικά αναμενόμενο. Είναι ωραίο να μπορείς να διατηρείς την αυταπάτη ότι τα βάσανα του έρωτα είναι τα πιο μεγάλα και τα πιο δυσβάσταχτα. Όταν παύεις πια να πλέεις σε τέτοια πελάγη γραφικότητας, μπορείς να καταγραφείς αυτόματα ως ενήλικας.

Κάποιος άλλος άρχισε να φωνάζει όταν άκουσε για την κοινωνική αδικία και δικαίως. Ένας τρίτος άρχισε να κλαίει επειδή ήταν θεόφτωχος. Ποιος ξέρει πόσους θα είχε δει να θλίβονται με αυτή τη διαχρονική μάστιγα και πόσοι από αυτούς τον είχαν ρωτήσει  έστω μια φορά αν και πώς τα βγάζει πέρα. Μια βοήθεια που δεν έρχεται ποτέ από τους ανθρώπους γύρω σου σε κάνει να κοιτάζεις συνέχεια στον ουρανό, τόσο που στο τέλος σου φυτρώνει κολάρο. (Φτερά νομίζατε πως θα έγραφα,χα). Τέλος πάντων, οι άλλοι γοργά γοργά  του έδωσαν να καταλάβει ότι δεν είναι ευγενικό να εξάπτει τις ενοχές τους κι έτσι ο άνθρωπος στέναξε βαθιά  και σταμάτησε το κλάμα. Μετά τα πράγματα πήραν ξανά μια φυσιολογική ροή και βγήκανε κι άλλοι  πολλοί, που ένας ένας έβρισκαν την αιτία της συντριβής τους . Άλλος ήταν μόνος, άλλος για τα νιάτα του που πέταξαν και πάνε, άλλος επειδή τριγύρναγε χρόνια χωρίς σκοπό  και κάποιος άλλος  επειδή απλά διαπίστωσε πως δεν τον έπιαναν πια τα ναρκωτικά. Και όλοι μέχρι να τερματιστεί η διαδικασία φάνηκαν να βρίσκουν κάποιο νόημα στην πίκρα τους, αλλά κανείς δε βρέθηκε να πονάει για τον ίδιο λόγο με κάποιον άλλον. Κι έτσι οι διοργανωτές, επειδή η μέρα πήρε να ξημερώνει και έπρεπε να βγάλουν και ένα κείμενο, να δείξουν ότι εδώ ο σκοπός και τα μέσα είναι σοβαρά, αποφάσισαν να γράψουν ότι φταίει ο Μεγάλος Άλλος, που ήταν κάτι σαν θεός και διάβολος μαζί και κανείς δεν τον είχε δει ποτέ και κάποιοι τον λάτρευαν, κάποιοι τον μισούσαν. Κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα με την απόφαση, αλλά τι να κάνουμε, αυτό είχαν αποφασίσει οι επικεφαλής, έτσι έπρεπε να πορευτούμε. Έτσι κι αλλιώς δική μας γνώμη δεν είχαμε, δεν ξέραμε καναν άλλον δρόμο και κανείς δεν ήθελε την ευθύνη να βρει  κάτι διαφορετικό. Και η έξαψη είχε πια χαθεί, όλοι όσοι πριν από λίγη ώρα έτρεμαν συγκινημένοι γιατί είχαν βρει τάχα μου τι τους έφταιγε, τώρα σχεδόν δεν το θυμόνταν πια και επέστρεψαν στα όσα ήξεραν, κρατώντας μόνο κάπου στο βάθος μια μικρή σπίθα διαύγειας.

Μόνη εγώ απ’ όλους, όλη αυτή τη μακριά νύχτα, δεν στάθηκα τυχερή  να γευτώ τη μαγεία και την απομάγευση. Παρέμενα αδαής και περιθωριοποιημένη,  περιμένοντας  απλά να ξεκινήσουμε. Αλλά όταν πια ξημέρωσε και αποφασίσαμε ότι είχε φτάσει η ώρα να βγούμε στον δρόμο, μόλις αντίκρισα το πρώτο φως της ημέρας, κατάλαβα.

Το λυκαυγές δεν υποσχόταν πλέον τίποτα.

Κι έτσι πορευτήκαμε.

Ετικέτες: συλλαλητήριο