Στο “Βrad’s Status” που εδώ παίχτηκε ως «Χειρότερα δεν Γίνεται», ο Μπεν Στίλερ πηγαίνει το γιο του στη Βοστώνη να διαλέξει Πανεπιστήμιο. Και ένα από αυτά που επισκέπτονται είναι και το Πανεπιστήμιο που o ίδιος είχε φοιτήσει. Τέσσερεις συμφοιτητές του από την παρέα του έγιναν σπουδαίοι και τρανοί, πολύ διάσημοι, πολύ λεφτάδες και μολονότι ο Στίλερ δεν ζει ούτε στη φτώχεια ούτε στη δυστυχία, περνάει μια φάση όπου τρώγεται διαρκώς με τα ρούχα του, αναφορικά με το τι πέτυχαν στη ζωή τους εκείνοι, σε αντιδιαστολή με όσα θεωρεί ότι δεν πέτυχε ο ίδιος. Πώς τον βλέπει ή δεν τον βλέπει ο κόσμος; Πόσο ορατός ή αόρατος είναι; Πόσο σημαντικός ή ασήμαντος;
Τελευταίο βράδυ στο ξενοδοχείο, ο γιος του του λέει: «Όταν μας έκαναν σήμερα ξενάγηση στο Πανεπιστήμιο και με έκανες με τη συμπεριφορά σου να νιώθω αμήχανα, όλο σκεφτόμουν ότι αν φοιτήσω εδώ όλοι θα το θυμούνται αυτό, όλοι θα θυμούνται πώς φερόσουν και δεν θα μπορέσω να το ξεπεράσω. Αλλά ξέρεις τι; Δεν θα θυμούνται. Αυτούς τους απασχολεί ο εαυτός τους, όπως εσένα σε απασχολεί ο δικός σου. Κανείς δεν νοιάζεται. Ο μόνος άνθρωπος που σκέφτεται τι λες και τι κάνεις είμαι εγώ. Οπότε η μόνη γνώμη που θα έπρεπε να σε απασχολεί είναι η δική μου».