Το ρεβύθι
29-11-2017

Όταν δεν είσαι στα χάη σου, πλέκε, χτύπα το κούτελο σε τοίχο ή γράψε για το δέντρο των Χριστουγέννων.

Στη δεκαετία του ’50 δεν στολίζαμε δέντρο, παρά την βακχεία των εφημερίδων και το χιόνι. Να πάρουμε κανονικό, δε χωρούσε στο σπίτι, μήτε κλαδί στολισμένο, επειδή η μάνα μου έλεγε ότι πέφτουν τα βελόνια τους τα δαιμονισμένα και μετά τα πετάς στην σκουπιδιάρα.

Ώσπου ήρθε ο εκσυγχρονισμός και η ανασυγκρότηση, όπως την εδίδασκε το μεγάλο ομώνυμο γραμματόσημο του 1953. Έρχεται ο παπάκος μας χαρούμενος με ένα μακρυνάρι σαν πράσινη ομπρέλα, τυλιγμένο σε κηρόχαρτο. Έτσι ήσαν οι συσκευασίαι τότενες διότι. Τι είναι αυτό, άνερ τε και πάτερ σεβαστέ;

«Είναι ένα πτυσσόμενο Χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Μας φώναξε να παραστούμε στην Τελετή του Ανακλαδίσματος. Ήταν κοντό: από το πάτωμα έως τα αρχιδάκια μου. Κι άνοιγε κωνοειδώς τρείς στρώσεις κλαδάκια. Συρμάτινος κορμός, συρματένια και αυτά. Κάθε σύρμα μπλαστρωμένο με πράσινη γιαλυστερή τρέσσα απέθαντη. Και στην απόληξη των κλαδιώνε, μπηγμένο, βαμμένο κόκκινο, ένα ρεβύθι. Ναι, ρε-βύ-θι. Το όλον, μπηγμένο σε πράσινη ξύλινη ταβλίτσα.

Οι γονείς μου το εξέτασαν και κατέληξαν πως η τρέσσα ήταν από βαμμένο πτέρωμα κότας. Μπορεί.

Η μάνα μου χάρηκε. Δεν θα χαλούσε, να βρωμίζει το πάτωμα. Ο όρος ήταν της μόδας. «Είναι πρακτικό».

Μαζί με την πτυσσόμενη βάση, ένα λευκό κουτί από τον Ράλλη, με τα στολίδια.

Τέσσερα μεταλλικά μανταλάκια με υποδοχή, για να μπαίνει μικρό κεράκι γενεθλίων.

Πέντε χάρτινα σπιτάκια με ασημόσκονη, χρωματιστά, που ιστορούσαν μικρή φάτνη και άλλα επετειακά.

Ένα πακέτο σκαλιστά αγγελούδια, διαφόρων χρωμάτων.

Γυάλινες μπάλες, η μία βυσσινιά, με κρεματζούκια.

Ένα πακέτο βαμβάκι από τον Γρηγορίου. Τι το θέλουμε το μπαμπάκι , μπαμπά; «Για να στρώνουμε χιόνι στα κλαδιά».

Τέλος, μια γυάλινη λόγχη για στέμμα του δέντρου. Εμπήγετο κατά κορυφής.

Το συναρμολογήσαμε, το βάλαμε σε γωνιά σε τραπεζάκι και το χάζευα.

Αυτά ήταν τα Χριστούγεννα.

Τα υπόλοιπα, γαλοπούλα, ανταλλαγή δώρων, χοιρινό με πατάτες, άχνη ζάχαρη στους κουραμπιέδαι, υπήρχαν στον Τσελεμεντέ και στη Μικρή Λουλού, και σε γραμματόσημα από την αδελφή της κυρίας Ευλαμπίας που ήταν στην Αμέρικα.

Πίναμε ένα ημίγλυκο κρασί από τον Αρβανίτη. Ένα ποτηράκι έκαστος. Και έναν κουραμπιέ. Οι άλλοι ήθελαν κλέψιμο-τους έφτιαχναν για τυχόν επισκέψεις. Ήξερα πού τους είχε η μάνα μου, στη βάση της φαναριέρας. Και το κρασί το φύλαγε στο αποθηκάκι. Έτρωγα και έπινα λαθραία, ώσπου να σκάσω, ζαλισμένος.

Το δέντρο ανοιγόκλεισε καμιά δεκαπενταριά φορές.

Μετά, ήρθε η ανάπτυξις.