Και ξαφνικά του ήλθε πρωί – πρωί πριν πάει στο σχολείο να γυαλίσει επιμελώς τα μαύρα σκαρπίνια του, τα αρκετά γδαρμένα είναι η αλήθεια, στις μύτες προπαντός. Η μητέρα χάρηκε με την απρόσμενη προκοπή που κατέλαβε τον κανακάρη της πρωινιάτικα κι έκανε την σκέψη πως, επιτέλους οι μόνιμες νουθεσίες της έπιασαν τόπο. Είχε μαλλιάσει η γλώσσα της να του υπογραμμίζει ότι οι καλοί μαθητές οφείλουν απαραιτήτως να είναι περιποιημένοι και γυαλισμένοι. Κι αυτή η αναπάντεχη φροντίδα για τα παπούτσια του ήταν σίγουρα ένα καλό σημάδι. Όχι πως επρόκειτο για κανέναν τσαπατσούλη ή ασουλούπωτο, ήταν μετρημένο και τακτικό παιδί. Αλλά και μια τέτοια προθυμία εκ μέρους του, σε κατάσταση αγουροξυπνήματος μάλιστα, την εξέπληξε όσο να πεις ευχάριστα. Κάτι που έσπευσε να το επισημάνει. Ούτε που πέρασε από το μυαλό της ποια μπορεί να ήταν η αιτία της θεαματικής μεταστροφής του υιού.
Κι όμως, η αιτία ήταν τόσο απλή, «cherchez la femme»! Κι εκείνη ως γυναίκα όφειλε να την έχει κατά νου και ως μητέρα να την υποψιαστεί… Το πουλαράκι της είχε εισέλθει στην προεφηβεία, ήταν μαθητής της τετάρτης δημοτικού, οι πρώτες δειλές ερωτικές ανησυχίες, τις νύχτες ιδιαίτερα κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα, ήδη τον μπέρδευαν και τον ταλάνιζαν γλυκά. Βεβαίως από πολύ νωρίτερα συμμετείχε στα πατροπαράδοτα παιχνίδια, τα γνωστά και αθώα, όπως για παράδειγμα αυτό του «γιατρού». Κι εκαλείτο να κάνει, όπως υπαγόρευε ο ρόλος του βεβαίως, ενέσεις με αυτοσχέδιες σύριγγες στα απόκρυφα σημεία των κοριτσιών, των συνομηλίκων του και βαρέως «ασθενούντων». Μια φορά μάλιστα, λίγο έλλειψε «να τους πιάσουν στα πράσα». Από τις ενοχές που τον έπνιξαν, αλλά και τον φόβο της σκληρής τιμωρίας που θα ακολουθούσε αν μαθευόταν το παραμικρό στους γονείς -υπήρχε το κακό προηγούμενο μ΄ εκείνο το συνομήλικο αγόρι που ερωτοτροπούσαν και θυμόταν καλά πόσο βαρύς ήταν ο τιμωρητικός πέλεκυς- έκανε το λάθος σε μια στιγμή αδυναμίας να το εξομολογηθεί στον μεγαλύτερο αδελφό του. Δεν είχε και κάποιον άλλον βλέπεις να το μοιραστεί. Εκείνος όμως τον «έδεσε» με το φοβερό μυστικό και τον εκβίαζε συνεχώς. Έπρεπε να του κάνει όλα τα χατήρια, να εκτελεί κάθε του επιθυμία χωρίς αντιρρήσεις, διαφορετικά θα απεκάλυπτε το συμβάν στην μητέρα. Με την απειλή «θα το πω στην μαμά» τον είχε μετατρέψει σε δούλο του κανονικό. Σήκω πάνω – κάτσε κάτω…
Η κατάσταση ήταν αφόρητη, δεν πήγαινε άλλο το καθημερινό μαρτύριο που βίωνε. Ώσπου αποφάσισε να βάλει από μόνος του ένα τέλος. Ήταν προτιμότερο, σκέφτηκε, να εισπράξει μια κι έξω την τιμωρία, όσο επώδυνη κι αν ήταν αυτή, από το να είναι μονίμως υποχείριο στις ορέξεις του «μεγάλου». Έτσι λοιπόν, όταν του αρνήθηκε κάποια εκδούλευση κι άκουσε να του λέει την πάγια απειλή: «Αν δεν το κάνεις, θα το πω στην μαμά», ο μικρός, έτοιμος πλέον να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του, αλλά ταυτοχρόνως να κερδίσει και πάλι την χαμένη, πολύτιμη ελευθερία του, του απάντησε: «Πες το, δεν σε φοβάμαι». Επειδή προφανώς δεν τον πίστεψε -ότι το εννοούσε δηλαδή εκείνο το «δεν σε φοβάμαι» και πως ήταν αποφασισμένος για όλα- επανέλαβε την απειλή του αρκετές φορές μήπως και τον κάμψει. Πλην όμως, κάθε φορά ελάμβανε την ίδια σταθερή απάντηση: «Πες το, δεν σε φοβάμαι». Η μητέρα, παρούσα στην περίεργη λογομαχία, άρχισε να ενδιαφέρεται προσωπικώς για το ζήτημα και να πιέζει για την αποκάλυψη του μυστικού. Είδε κι αποείδε ο μεγάλος και τελικώς το ξεφούρνισε. Με το που έρχισε την κατάθεσή του, έσπευσε πανικόβλητος ο μικρός να εξαφανιστεί. Σε λιγάκι άκουσε την φωνή της μισοαπειλητική να τον καλεί. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Είχε φθάσει η ώρα της Κρίσεως! Έμεινε ακίνητος και παγωμένος στην κρυψώνα του. Ήλθε και τον ξετρύπωσε εκείνη. «Τι είναι αυτά που μαθαίνω; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Ουαί κι άλιμονό σου, αν το ξανακάνεις κακομοίρη μου», του είπε με φωνή δήθεν θυμωμένη. Αλλά ούτε φωνές, ούτε ξύλο, ούτε τίποτα, παραδόξως! Πρόλαβε μάλιστα να διακρίνει ένα ελαφρύ μειδίαμα ικανοποίησης να διαγράφεται στα χείλη της.
Ναι, η μοναδική αιτία να γυαλίσει τα σκαρπίνια του ήταν η Βικτωρία Βαφειάδου ή Βίκυ, μια κοντομηλίτσα μαθήτρια με λευκό δέρμα και καταγάλανα μάτια, νεοφερμένη από άλλο σχολείο στο δικό του, το 5ο Δημοτικό των Αγίων Αναργύρων. Δυστυχώς όμως πήγαινε μια τάξη μεγαλύτερη και για κακή του τύχη έμενε και αρκετά μακριά, σε άλλη γειτονιά. Άρα ελάχιστες ευκαιρίες θα είχε να την προσεγγίσει. Από την πρώτη στιγμή που την είδε ένιωσε ένα περίεργο σκίρτημα, κάτι συνέβη εντός του που δεν μπορούσε να το καταλάβει. Και από τότε η σκέψη του γυρόφερνε σ΄ εκείνη συνεχώς. Τις σπάνιες φορές που έτυχε να την συναντήσει στο προαύλιο του άρεσε πολύ να την κοιτάζει από απόσταση. Παρακολουθούσε αχόρταγα κάθε της κίνηση. Και ξεχνιόταν παρατηρώντας μυστικά τις λεπτομέρειες του προσώπου της. Τον κυρίευε μια πρωτόγνωρη λαιμαργία να καταγράψει και να αποτυπώσει στο μυαλό του, κάθε ανεπαίσθητη αλλαγή της έκφρασής της, ει δυνατόν. Ήταν λιγομίλητη κι εσωστρεφής, αντίθετα με τ΄ άλλα κορίτσια που χαχάνιζαν με το παραμικρό και για ψύλλου πήδημα έβαζαν τις τσιρίδες. Το συγκεκριμένο πρωί η Τετάρτη και η Πέμπτη τάξη θα είχαν κατ΄ εξαίρεση μάθημα μαζί, γνώριζε δε ότι θα τους ζητούσαν να παραταχθούν και να στοιχηθούν δίπλα – δίπλα. Αν λοιπόν έπεφτε κατά λάθος το βλέμμα της στα παπούτσια του και τα έβλεπε γδαρμένα κι αγυάλιστα, τι εικόνα θα σχημάτιζε για τον επίδοξο γαμπρό; Θα ήταν σκέτη καταστροφή. Και τότε πλέον θα εξέλειπε και πάσα ελπίς…
Δεν βαριέσαι, όχι τα καλογυαλισμένα του παπούτσια δεν πρόσεξε, αλλά ούτε κι εκείνον τον ίδιον. Παρά τις φιλότιμες πλην διακριτικές προσπασπάθειες που κατέβαλε να γίνει αντιληπτή η παρουσία του, η Βίκυ έδειχνε να αγνοεί την υπαρξή του. Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια. Τελείωσε το Δημοτικό, μπήκε στο Γυμνάσιο, σε διαφορετικό Γυμνάσιο από το δικό της και δυστυχώς έχασε εντελώς τα ίχνη της. Ώσπου η «φίλη Αφροδίτη εμνήσθη επ΄ αγαθώ» και τους έφερε να φοιτούν από κοινού στο Φροντιστήριο Αγγλικών της Ιωάννας Βαβαράπη – Μάλλιου, ίσως του μοναδικού στην ευρύτερη περιοχή. Αν και πάλι εκείνη πήγαινε σε μια τάξη μεγαλύτερη, οι καινούργιες συνθήκες ήταν σαφώς πιο ευνοϊκές απ΄ ότι κατά το παρελθόν για την επίτευξη του στόχου του. Άλλωστε και ο ίδιος είχε κάπως μεγαλώσει, βρισκόταν πλέον στην εφηβεία, ήξερε πέντε πράγματα παραπάνω. Άσε που ξυριζόταν από καιρό, αδιάψευστο δείγμα ανδρισμού. Και κάπνιζε που και που στα κρυφά, άλλη σπουδαία υπόθεση! Αυτή την φορά όμως δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ. Έπεσε ως ώριμο σύκο η πολύφερνη κόρη! Η άλλοτε απόμακρη κι αδιάφορη Βικτωρία, η ελαφρώς σνομπ, άρχισε ξαφνικά να τον γλυκοκοιτάζει. Την μεταστροφή της την έπιασε αμέσως στον αέρα. Πως έγινε όμως και τα «φτιάξανε», ούτε που το κατάλαβε. Μπορεί και να μην το θυμάται, ύστερα από την μεσολάβηση μισού αιώνα ακριβώς! Ένοιωθε πάντως ευτυχής, ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. Και γι΄ αυτό είναι περισσότερο από σίγουρος.
Το αθώο ειδύλλιο δεν κράτησε και πολύ. Στο τρίμηνο επάνω του ζήτησε να τα χαλάσουν. Του επέστρεψε μάλιστα πίσω και το δώρο του, ένα 45άρι δισκάκι. Επρόκειτο για το τραγούδι «Άνναμπελ» ή «Ένα πρωινό» σε στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου, μουσική Σταύρου Ξαρχάκου με την ερμηνεία της Μαρίας (Δημητριάδη), μια από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές επιτυχίες. Ακουγόταν στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κορίτσια στον ήλιο» 1969, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, με τους ηθοποιούς Αν Λόμπεργκ και Γιάννη Βόγλη. Την ταινία δεν την είχε δει τότε ακόμη και όλες αυτές τις λεπτομέρειες τις αγνοούσε, όταν πήγε στο κεντρικό χαρτοπωλείο του Στίγκα να το αγοράσει με τις οικονομίες του. Είχε ακούσει το τραγούδι στο ραδιόφωνο κι ενθουσιασμένος σκέφτηκε αμέσως να της το χαρίσει. Είχε βρει επιτέλους τον τρόπο να της πει, μέσα από το το τραγούδι, όσα ο ίδιος δεν θα τολμούσε ποτέ κατά πρόσωπο να ψελλίσει: «Πόσο σ΄ αγαπώ κανείς δεν ξέρει…». Διακριτικά την ρώτησε στο επόμενο μάθημα αγγλικών πως της φάνηκε το δώρο του για να εισπράξει την απίθανη απάντηση: «Δεν το άκουσα. Λυπάμαι, αλλά δεν έχουμε πικ – απ στο σπίτι». Έμεινε σύξυλος, αλλά δεν είπε τίποτα. Μέσα του όμως έκανε την σκέψη: «Θα μπορούσε, αν λίγο την ενδιέφερε, να το ακούσει στο πικ – απ κάποιας φίλης της, έστω από περιέργεια και μόνο». Για χρόνια το έβρισκε συνεχώς μπροστά του, το κρατούσε για λίγο σαν αφηρημένος στα χέρια του και μετά το άφηνε εκεί που το βρήκε. Κάποτε χάθηκε οριστικά και δεν το ξαναείδε.
Το ερωτικό γράμμα όμως που του έδωσε η Βίκυ, το πρώτο και μοναδικό τρυφερό ραβασάκι της εφηβείας του, το έχει ακόμα καλά φυλαγμένο, ανάμεσα στα άλλα ελάχιστα πολύτιμα αντικείμενα, στο συρτάρι του γραφείου του. Εξ αιτίας του μάλιστα έφαγε κάποτε άγρια κατσάδα. Επέστρεψε ανυποψίαστος κάποιο βράδυ στο σπίτι και με το «καλησπέρα σας» άρχισε το δριμύ κατηγορώ του πατέρα. Το κρατούσε μαζί μ΄ ένα πακέτο τσιγάρα «OLD NAVY» και τα κράδαινε έξαλλος στον αέρα. «Γι΄ αυτό σε στέλνω σχολείο, για να καπνίζεις και να γκομενίζεις;», επαναλάμβανε συνεχώς ωρυόμενος. Κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Η μητέρα τον παρακολούθησε, είδε ότι καβατζώνει το ατομικό κλειδί της βιβλιοθήκης του πίσω από τους παρατεταγμένους τόμους της σχολικής εγκυκλοπαίδειας «Ο θησαυρός των γνώσεων», το πήρε, ξεκλείδωσε κι αφού ξετρύπωσε τα επιλήψιμα ντοκουμέντα, τα παρέδωσε στον συζυγό της για να αναλάβει εκείνος τον σωφρονισμό του «επαναστάτη χωρίς αιτία» εφήβου. Ήξερε καλά, ήταν σίγουρος πως είναι δική της δουλειά. Ο πατέρας του αποκλείονταν να κάνει τέτοιες πονηριές. «Με ποιο δικαίωμα παραβίασες τον αυστηρά προσωπικό μου χώρο», τόλμησε να πει σε μιαν προσπάθεια να αντεπιτεθεί και να σπρώξει έτσι αλλού την κουβέντα. «Βρε, άντε κατούρα τα πόδια σου που μου απόκτησες και απαραβίαστο χώρο», ήλθε και τον περιέλουσε η οργισμένη του απάντηση. Σώπασε, ήξερε την ενοχή του. Στην μητέρα που δήθεν προσπαθούσε να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα, σφύριξε όλο σημασία: «Έχει καλώς, εμείς θα λογαριαστούμε αύριο». «Μαζέψου, που θα μας απειλήσεις κι από πάνω, παλιοκανάγια», πήρε τον λόγο και πάλι ο πάτερ φαμίλιας με κίνδυνο να ξεσπάσει δεύτερος γύρος αντιπαράθεσης. Σημασία έχει πως, μετά από ένα διάστημα, το ραβασάκι παραδόθηκε από την μητέρα και πάλι στον κτήτορα.
Αγαπημένε μου
Μου ζήτησες να σου δώσω μια φωτογραφία, για να σου δείξω την αγάπη μου, χωρίς να σκεφτής τις συνέπειες που μπορεί να έχη αυτή η φωτογραφία εάν την ιδή η μητέρα σου ή κάποιος άλλος. Εκτός από αυτό σ΄ αγαπώ τόσο πολύ, ώστε δεν νομίζω ότι έτσι θα σου έδειχνα την αγάπη μου. (Ήλθα δύο φορές στη Μαίρη* μόνο & μόνο για να μιλήσουμε, κι όμως εσύ δεν έδωσες καμία σημασία σ΄ αυτό). Στο τελευταίο σου σημείωμα ζητούσες συγνώμη γιατί κάπνισες. Δεν με πείραξε αυτό καθόλου. Είναι δικαίωμά σου να κάνης ότι θέλης. Επίσης εάν έχης κανένα παράπονο μαζί μου να μου το πης.
Υ.Γ.
Μην ξεχνάς ότι σ΄ αγαπώ πάρα πολύ.
Σε φιλώ με όλη μου την αγάπη
Βίκυ
* Η Μαίρη ήταν κοινή τους φίλη και ομογάλακτη του νεαρού. Τον είχε θηλάσει κατ΄ επανάληψη η μητέρα της και εξ αιτίας αυτού την θεωρούσε αδελφή του.
Τον μικροσκοπικό αυτοσχέδιο φάκελο κοσμούσαν στην μπροστινή πλευρά δύο καρδούλες, με σχεδιασμένα στο εσωτερικό τής κάθε μιας, τα αρχικά γράμματα των ονομάτων του ζεύγους, ένα «Γ» κι ένα «Β». Αυτή με το δικό του αρχικό ήταν σαφώς μεγαλύτερη της άλλης… Και στην πίσω πλευρά ήταν γραμμένη στα αγγλικά η φράση: «From me to you, with love».
Κι αν δημοσιοποιεί τώρα το αθώο αυτό ραβασάκι με τα ονόματα φαρδιά – πλατιά των «εραστών» -που ζήτημα είναι αν είχαν δώσει το πολύ κανένα φιλί- δεν το κάνει τόσο χάριν κάποιας ξαφνικής νοσταλγίας και της γνωστής εμμονής του να μιλάει εντελώς ανοιχτά. Είναι επειδή νιώθει ότι, καθώς κυλούν τα χρόνια, ο χρόνος αντίθετα με πριν, τώρα όλο και αυξάνει ταχύτητα, τρέχει ιλιγγιωδώς. Και σαν να θέλει να προλάβει, πριν του συμβεί το αναπότρεπτο, να θυμηθεί ξανά με λεπτομέρειες και να μιλήσει για όλα όσα σημαντικά, κατά την κρίση του πάντοτε, συνέβησαν στον ίδιον και να τα αποτυπώσει στο χαρτί. Μήπως και κάτι το ελάχιστο διασωθεί έτσι από τις «ηρωικές», μα και τόσο μαγικές εκείνες ημέρες της πρώιμης εφηβείας του, που έφυγαν από καιρό ανεπιστρεπτί.