Το πρώτο μου κείμενο
08-03-2021

Ήμουν επτά χρονών, καλοκαίρι του 1955 όταν είχα δεί στο σινεμά και είχα διαβάσει σε Κλασικά Εικονογραφημένα τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Αργότερα διάβασα και τα μεσαιωνικά κείμενα περί Κάμελοτ και ομολογώ ότι δεν με συγκίνησαν, τουλάχιστον όπως ο Τσόσερ ή οι Δανικοί Νόμοι. Αποφάσισα να κατασκευάσω μια εικονογραφημένη ιστορία. Με εξεζητημένες λήψεις των ίππων, με φίδια μεγάλα και δράκοντες.

Η ιστορία είχε τίτλο Τα Σχέδια και άρχιζε: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε τρεις γιους. Μια μέρα φωνάζει τον μικρότερο και του λέει: να πας να φέρεις τα σχέδια που τα φυλούνε (sic) 30 δράκοι. Αλλά ο γιος δεν είχε ιδέα από εκείνα τα σχέδια. Τι να κάνει όμως, δεν μπορούσε να κάνει αλλοιώς. Έτσι, τράβηξε τους δρόμους.

Αυτές οι λεζάντες κάλυψαν τρεις σελίδες, αν θυμάμαι καλά. Μετά, παρεμβάλλεται μια σελίδα όπου υπάρχει μια ζούγκλα του Αμαζονίου ή της Αφρικής, με άγρια θηρία, ιθαγενείς και τα σχετικά. Φως φανάρι ότι είχα πάει σινεμά με παρόμοιο θέμα ή ότι το κλασικό εικονογραφημένο που έπεσε στα χέρια μου είχε εξωτικό θέμα.

Έτσι, στην επόμενη σελίδα, η ιστορία συνεχίζεται και τελειώνει κακοσχεδιασμένα και βιαστικά ως εξής: Στον δρόμο που πήγαινε είδε κάτι άγρια θηρία. Έβγαλε το σπαθί του μα τον σκότωσαν. Τέλος.

Επί δεκαετίες πίστευα, ψάχνοντας το γιατί και το πώς της συγγραφικής μου νεύρωσης, ότι ξεκίνησα με ενθουσιασμό, που πάγωσε όταν ανακάλυψα ότι το να ζωγραφίσεις τέσσερις φορές την ουρά ενός αλόγου ή μία πανοπλία, δεν ήταν το ίδιο με την ενατένισή της, μήτε ήταν ζήτημα έμπνευσης. Πίστευα ότι η χειρωναξία, ως δυσάρεστο αποτέλεσμα μιας σχεδόν παρανοϊκής αφοσίωσης στην φαντασία, έπεσε πάνω στη ζωή μου καταλυτικά και εμπόδισε την ιστορία να αναπτυχθεί. Αργότερα χρησιμοποιούσα αυτό το παράδειγμα για να κατοχυρώσω μια εμμονή στο non finito που υποτίθεται με κυβερνούσε. Εξάλλου με αυτόν τον αυτάρεσκο στόχο ξεκίνησα να εντάξω την παιδική ιστοριούλα μέσα στο σώμα αυτού του κειμένου.

Μόλις προ δεκαλέπτου κατάλαβα ότι το μυστικό ήταν στις λέξεις: αλλά ο γιος δεν είχε ιδέα από εκείνα τα σχέδια. Τι να κάνει όμως, δεν μπορούσε να κάνει αλλοιώς. Έτσι τράβηξε τους δρόμους. Καμία σχέση με τα συμπαθή αισθήματα που προκαλούνται από κάποιον που κυνηγάει την τελειότητα κι επειδή τα βρίσκει μπαστούνια, αρκείται σε ενδιαφέροντα ερείπια.

Απίστευτα βουνά αλαζονείας και εγωισμού, παρέα με ένα πακέτο φοβίες, με οδήγησαν στους δρόμους που τράβηξα. Χωρίς κανένα ψιμμύθιο. Επειδή το τρίτο μέρος του κειμένου μου, επιγραφόμενο “Ένα χωριό πάνω σε ρόδες” σχετίζεται με συνειρμούς και της δικής μου παιδικής ηλικίας, δηλαδή πιο κοντά στη ουσία της σάρκας μου, χωρίς ρέουσες περιγραφές και χωρίς τα χαρακτηριστικά μαλακά λοφάκια της μακράς διήγησης, νομίζω ότι το φοβήθηκα, κι επειδή άρχισε να με ενοχλεί η υποχρέωση να καταγράφω «αλήθεια» και όχι «δικαιοσύνη», σκέφτηκα (μέσω του νωτιαίου μυελού, φυσικά) να στείλω μιά στρατιά πηχτών, αφοσιωμένων Κινέζων να εξαλείψει τα παιδικά μου χρόνια.

Κι έτσι, θα παρατούσα την διήγηση στο αρχείο, και πιθανόν θα άρχιζα κάτι άλλο, πιό μαλακό, όπως την ιστορία για τον Οκτώβρη του 1944 και τους ταγματασφαλίτες, που με βασανίζει καμιά δεκαπενταριά χρόνια, αλλά πρόκειται για εκδορά μπροστά στον φόβο του αποκεφαλισμού που μου δημιουργεί η ανασκαφή στα πρώτα χρόνια της ζωής μου.

“Στο δρόμο που πήγαινε, είδε κάτι άγρια θηρία. Έβγαλε το σπαθί του, μα τον σκότωσαν.” Δηλαδή ο συγγραφέας δεν είχε ιδέα πού θα τον οδηγούσε το μυθιστόρημα. Ωστόσο ξεκίνησε πειθαναγκαστικά. Στην πορεία, ήρθαν ξαφνικά και τον πολέμησαν στην διήγηση κάτι Κινέζοι. Αμύνθηκε, αλλά έχασε τη μάχη και το μυθιστόρημα διακόπηκε. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο άρχοντας της ορατής κόλασης είχε άλλα σχέδια για την διήγηση.

 

(όπως περιγράφεται στην Εσπανιόλα)