Εγώ καταλαβαίνω την νοσταλγία για τον Ανδρέα που είναι μια καθαρά κληρονομημένη λατρεία της Οικογένειας. Δεν ξεχνώ το «πούεισαι Γέρο, να μας δεις» που αφορούσε τον πατέρα Γεώργιο. Ο γιος αρκέστηκε στο θλιμμένο «άλλαξέ τα όλα» και οι επίγονοι,ο καθένας με την ιαχή ή το μουρμουρητό του.
Αλλά τώρα, τιμούν τον «αιώνα Παπανδρέου» χωρίς κάποια συνέχεια.Το παράδειγμα Ελευθερίου Βενιζέλου δεν φρονημάτισε κανέναν. Ο Ανδρέας ήταν και δεν είναι πια. Θα τον θυμούνται για συγκεκριμένα θέματα, κι αυτό δεν αμφισβητείται. Καταλαβαίνω επίσης γιατί οι ενάντιοι σε όλα αυτά, αντιτάσσουν τον αριθμό 1981- οι μισοί Έλληνες θεωρούν αυτή την χρονιά σημαδιακή της κατάρρευσης των οικονομικών της χώρας, κι ας συνέβη το κάζο κάπου τριάντα χρόνους αργότερα.
Και ποιος τους βεβαίωσε πως λατρεύοντας τον Ανδρέα ως μέλη ενός ολιγομελούς θιάσου, και με τον Σύριζα να διεκδικεί τους οπαδούς του εδώ και χρόνια, θα καταφέρουν κάτι;
Ωραία. Καταλαβαίνω το ένα, κατανοώ το άλλο. Και τι έγινε;
Μόνον πρωταπριλιάτικα κατάλαβα τη μηχανή. Όταν ήμουν παιδί, με ξυπνούσε ο πατέρας μου περιχαρής, ανακράζοντας : «ακόμη κοιμάσαι; Σε περιμένει ένα ποδήλατο στην αυλή!»
Πεταγόμουν ανάρπαστος έξω και δεν έβλεπα ποδήλατο. Μόνον ο πατέρας, γελούσε από την εξώθυρα, ειδοποιώντας με «Πρωταπριλιά!»
Πολλά χρόνια την πατούσα έτσι. Αλλά ποτέ δεν έπαψα να αγαπάω τον πατέρα μου.
Γι’ αυτό και καταλαβαίνω τον Ανδρέα, αλλά και τον Τσίπρα ως ποδηλάτη που εκμεταλλεύεται την εμπροσθοπορεία μιας νταλίκας. Διότι η εξαπάτηση, με το ζόρι θεωρείται αμάρτημα. Στα επτά θανάσιμα πάντως, δεν περιλαμβάνεται.