Το πατρικό
01-09-2019

Ένα σπίτι που έζησε μεγάλο έρωτα. Πριν καν επιπλωθεί πλήρως, κλάματα μωρού έκαναν αντίλαλο. Παιχνίδια και ακαταστασία. Γλέντια. Τα καλά σερβίτσια αντικαταστάθηκαν πολλές φορές. Τίποτα δεν γλίτωνε από το διαολεμένο κέφι της οικογένειας. Στο οικόπεδο δίπλα είχαν ξυλεία οικοδομής, περιβόλι και περιστερώνα. Τα παράθυρα παλιά, με γρίλιες. Οι κουρτίνες πάντα κουνιόντουσαν, και ας ήταν κλειστά.

Σκοτώθηκε ένας από εμάς. Το σπίτι μαύρισε. Σκεπάσανε καθρέφτες. Η μουσική σώπασε. Τα πιάτα είναι μόνο για φαΐ. Άχρηστα. Δεν πάει μπουκιά κάτω. Για χρόνια. Ξημερώνει Κυριακή, μην μου λυπάσαι… Ήρθαν αριστεία. Απολυτήρια. Πτυχία. Μπήκε χρώμα. Τα παιδιά είναι γυναίκες. Έφεραν στο σπίτι πάλι τον έρωτα. Τα άστρωτα κρεβάτια. Τα ρούχα στο πάτωμα. Το κουτί που βρήκε στο συρτάρι η μαμά, δεν είχε χένα για τα μαλλιά. Αυτά τα κλαπατζίμπαλα που ακούτε απο κλειστές πόρτες, είναι τζαζ. Τα πνιχτά γέλια, είναι μεθύσια και ιδρωμένα φιλιά.

Ήρθε η ώρα να φύγετε απο το σπίτι… Έβαλαν παράθυρα europa, μόνωση. Και πραξικόπημα να γίνει, δεν θα πάρουν χαμπάρι. Όλα τακτοποιημένα. Μυρίζει white musk. Δεν κυματίζουν κουρτίνες. Κανένα κρεβάτι δεν τρίζει τη νύχτα. Κανείς δεν πηδάει από το παράθυρο γιατί ξέχασε τα κλειδιά. Το δωμάτιο των κοριτσιών έγινε σαλόνι. Ένα χαλί απάτητο. Έφυγε κι άλλος από το σαρβάιβορ. Έμειναν πίσω τρεις. Μέχρι να μοιραστούν οι προμήθειες, το δρεπάνι πήρε κι άλλον. Έμειναν δύο… Κρατάνε τηλεκοντρόλ. Μιλάνε λίγο. Προσέχουν το σπίτι. Τρίβουν τους αρμούς. Γυαλίζουν τα μπρούτζινα. Κλαδεύουν τα φυτά. Καθαρίζουν τα τζάμια. Βάζουν μπουγάδες. Παντού λουκέτα και συναγερμοί, να προστατεύουν τις στιγμές. Αυτά που άκουσαν οι τοίχοι με τα αυτιά τους, αυτά που είδαν οι καθρέφτες με τα μάτια τους.