Η συζήτηση που έχει ανάψει γύρω από τον τελευταίο κύκλο του Game of Thrones (GoT) ξαναφέρνει με ορμή στην επιφάνεια τη μόνιμη σχεδόν παρανόηση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο επίπεδα «αληθοφάνειας» στη μυθοπλασία, και, κυρίως, στο ποιο από τα δύο είναι το πιο σημαντικό: από τη μια είναι η αληθοφάνεια του φυσικού κόσμου του έργου μυθοπλασίας· για παράδειγμα, από πόσο ψηλά μπορεί να πέσει ένας άνθρωπος και να μην επιζήσει, πόσες μαχαιριές μπορεί να φάει κάποιος για να πεθάνει, πόση είναι η δύναμη ενός δράκου ή μιας βαλλίστρας, αν κάποιος μπορεί να βλέπει μόνο το παρελθόν ή και το μέλλον και πάει λέγοντας.
Από την άλλη, είναι η αληθοφάνεια των χαρακτήρων και των σχέσεων μεταξύ τους· το κατά πόσον δηλαδή μπορεί να εξηγηθεί η συμπεριφορά, η στάση και οι πράξεις των προσώπων του δράματος, κατά πόσον υπάρχει λογική συνέπεια στην εξέλιξή τους, πόσο πιθανό είναι κάποιος να έσπρωχνε ένα παιδάκι από ένα παράθυρο ή κάποιος άλλος να έσφαζε μια έγκυο ή μια τρίτη να έκαιγε ανθρώπους.
Είναι προφανές ότι στο GoT αυτό που μας έκανε να αγαπήσουμε τη σειρά είναι το δεύτερο και όχι απλώς ότι πλάθει έναν πολύ πειστικό fantasy κόσμο (πράγμα το οποίο, τουλάχιστον ως προς την τηλεοπτική σειρά δεν είναι απολύτως αληθές, αφού για λόγους τηλεοπτικού χρόνου, πολλά πράγματα από το lore του κόσμου είτε δεν λέγονται είτε είναι απλοί υπαινιγμοί). Γι’ αυτό λοιπόν το να αναλωνόμαστε σε μια θετικιστική ανάλυση του πόσο έπαψε να είναι ρεαλιστική η σειρά -με όρους φυσικών νόμων του κόσμου του GoT- είναι μάλλον εκτός θέματος, όσο τουλάχιστον δεν χαλάει για τον καθένα μας η τηλεοπτική εμπειρία φωνάζοντας κάθε τρία δευτερόλεπτα «ψέμα!».
Πολλοί και πολλές όμως βλέποντας τις -υπαρκτές, ιδίως όσο πλησιάζουμε προς το τέλος- ασυνέπειες και βιασύνες στο επίπεδο της πρώτης αληθοφάνειας, τις μεταφέρουν και στη δεύτερη θεωρώντας ότι οι ίδιες νομοτέλειες που αφορούν τον φυσικό κόσμο μπορούν να εφαρμοστούν και στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Πράγμα που είναι αυτονόητο ότι δεν ισχύει ούτε στην τέχνη, ούτε, πολύ περισσότερο, στη ζωή: αν οι άνθρωποι κάναμε πάντα το λογικό ή το -εύκολα- εξηγήσιμο, τότε θα ήμασταν πολύ πιο ευτυχισμένοι, η Μήδεια όμως δεν σκοτώνει τα παιδιά της «λογικά», ο Άμλετ (του οποίου του μοιάζει όλο και πιο πολύ ο Τζον Σνόου) δεν είναι αναποφάσιστος «λογικά», ο Μάικλ Κορλεόνε δεν κάνει όσα κάνει μόνο «λογικά», για να μη μιλήσουμε για τις ζωές μας και για τις ζωές των άλλων γύρω μας.
Βέβαια, δεν μιλώ εδώ για την «τρέλα», ούτε εννοώ ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι παράλογες, αλλά ότι είναι κάθε φορά μία μόνο από τις πιθανές εξελίξεις ενός χαρακτήρα. Ο καθένας και η καθεμιά δικαιούται να θεωρεί ότι η τάδε ή η δείνα πράξη ενός χαρακτήρα δεν είναι επαρκώς εξηγημένη μέσα στο μυθοπλαστικό πλαίσιο, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα ένα αντικειμενικό συμπέρασμα κάθε φορά, και γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν τόσες προσλήψεις ενός καλλιτεχνικού έργου όσοι είναι και οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή με αυτό.
Στο GoT λοιπόν αυτό που είδαμε ακόμη και σε αυτόν τον κακολογημένο τελευταίο κύκλο είναι, σε σχέση σχεδόν με οποιοδήποτε άλλο ποπ πολιτιστικό προϊόν, κάτι που είναι απείρως πιο κοντά στην πραγματική ανθρώπινη συμπεριφορά, όχι μόνο σε μικρο-σκοπικό επίπεδο, δηλαδή στις προσωπικές σχέσεις (ατέλειες, ασυνέπειες, ανακολουθίες, πισωγυρίσματα, εμμονές, αλλά και αλτρουισμό, φιλία, συμπόνια, μεταστροφές, συνέπεια), αλλά και σε μακρο-σκοπικό, δηλαδή στη συμπεριφορά των ηγετών -και των μαζών- και στο τι σημαίνει -για τους «μεγάλους» και τους «μικρούς» εξίσου- φιλοδοξία, ματαιοδοξία και αμείλικτος αγώνας για την εξουσία.
Αυτό, μαζί με το γεγονός ότι οι διαδικτυακές συζητήσεις που γίνονται με βάση τα επεισόδια του τελευταίου κύκλου του είναι χρυσωρυχείο για όποιον/α ενδιαφέρεται να μελετήσει ζητήματα πρόσληψης/ερμηνείας ενός καλλιτεχνικού έργου, εσωτερικής συνέπειας, ρεαλισμού, αφηγηματικής συνοχής, εξέλιξης χαρακτήρων και πολλών άλλων σχετικών θεμάτων, πρέπει να μας πείθει ότι το Game of Thrones είναι -και θα μείνει στην ιστορία ως τέτοιο- κάτι πολύ παραπάνω από μια τηλεοπτική σειρά υψηλών προδιαγραφών.