Ήταν Φθινόπωρο του ΄79, πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια. Έπεφτε το σούρουπο γλυκά κι εγώ περπατούσα μόνος στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μόλις δυο βήματα από το «κοινόβιο» όπου έμενα στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Συνήθιζα να βολτάρω ευτυχής, καθημερινά σχεδόν, στην σκιά της Ακρόπολης μη παραλείποντας να μακαρίζω ενδομύχως τον εαυτό μου για την τόση εύνοια της τύχης στο πρόσωπό μου. Δεν θυμάμαι αν είχα βγει επί τούτου προς περίπατο ή αν από κάπου επέστρεφα, όταν έπεσα ξαφνικά επάνω στον σχετικά πρόσφατο τότε φίλο μου Γιώργο Κουμεντάκη, τον μετέπειτα σημαντικό συνθέτη και νυν διευθυντή της «Εθνικής Λυρικής Σκηνής του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος», συνοδευόμενον από έναν συνομήλικό του. «Είναι ο Νίκος Αλεξίου, Κρητικός κι αυτός από τα μέρη μου. Ήλθε από το Ρέθυμνο για σπουδές στην Αθήνα», φρόντισε να μου δώσει τις πρώτες συστάσεις σχετικές με φίλο του, το μελαχρινό αγόρι με τα κατσαρά μαλλιά και το ευειδές πρόσωπο, που βρισκόταν στο πλάϊ του. Σφίξαμε τα χέρια. Όπως ήταν φυσικό, μιας και βρισκόμασταν στην γειτονιά μου, τους κάλεσα να έλθουν από το σπίτι. Αργά το βράδυ κατά την αποχωρησή τους, ο Νίκος αντί ν΄ ακολουθήσει τον Γιώργο, προτίμησε να παραμείνει. Ολοφάνερο ήταν στους παρευρισκόμενους, στους φίλους που ο ένας μετά τον άλλον είχαν στο μεταξύ καταφθάσει, ότι κάτι «έτρεχε» μεταξύ μας. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένας ηλεκτρισμός, σημάδι της έντονης επιθυμίας μας για ξεμονάχιασμα. Εκείνος μόλις είχε πατήσει τα δεκαεννιά κι εγώ ήμουν τότε στα εικοσιτέσσερα.
Από εκείνο το πρώτο βράδυ και για μεγάλο διάστημα στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο σπίτι που ήδη συγκατοικούσα με τον Γιώργο Παυριανό. Μου δήλωσε ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ν΄ ασχοληθεί με τα εικαστικά, ένιωθε σίγουρος γι΄ αυτό. Και πως λίγο τον ένοιαζε αν θα τα κατάφερνε να περάσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Η αλήθεια είναι πως, μου ακούστηκε κάπως σνομπ μια τέτοια αφ΄ υψηλού δήλωση, αλλά δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία. Νέος είναι σκέφτηκα, το δικαιούται να μιλάει έτσι -λες κι εγώ ήμουν ωριμότερος, αλλά τέλος πάντων. Κι αν έχει ταλέντο, καλώς πράττει. Αν όχι, θα υποχρεωθεί να ξεπεζέψει, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Τον περνούσα βλέπεις τέσσερα χρόνια κι αυτό με έβαζε αυτομάτως στον άχαρο ρόλο του «μεγάλου» ή του κάπως σοφότερου. Πολλές φορές αποτραβιόταν ήσυχα στο καθιστικό του σπιτιού, «κατέβαζε τα ρολά» και σκιτσάριζε σ΄ ένα μεγάλο μπλοκ με τις ώρες. Σπάνια μου επέτρεπε να δω τι είχε κάνει. Συνήθως το έκλεινε απότομα και άλλαζε κουβέντα. Τις δυο – τρεις φορές που τον πέτυχα πιο χαλαρό ή πιο ικανοποιημένο ίσως από το αποτέλεσμα και με άφησε έτσι να ρίξω μια ματιά στην δουλειά του, διαπίστωσα ότι τα σχέδιά του είχαν πραγματικό ενδιαφέρον. Ήταν πρωτότυπα και με συγκεκριμμένη άποψη, σαφή και ολοκληρωμένη. Ειλικρινά όμως δεν υποψιαζόμουν ούτε κατ΄ ελάχιστο την μετέπειτα εξέλιξή του, το σπάνιο ταλέντο που ξεδίπλωσε, την μεγάλη καταξίωση που εισέπραξε, άμα τη εμφανίσει του σχεδόν, στον χώρο των εικαστικών τεχνών και της σκηνογραφίας.
Κατά καιρούς κατέφθανε από το Ρέθυμνο ένα δέμα με όλου του κόσμου τις λιχουδιές, το έστελναν οι οικείοι του για το κοπέλι τους. Το άνοιγε και πλημμύριζε το σπίτι μας από αρώματα. Κάναμε τρελά γλέντια. Αν υπήρχε μέσα και καμιά φιάλη ρακή, του δίναμε να καταλάβει. Μια φορά στα πρωτοβρόχια ανέβηκα στον παρακείμενο λόφο του Φιλοπάππου και μάζεψα σαλιγκάρια. «Εμείς στην Κρήτη τους λέμε χοχλιούς και τους κάνουμε μπουμπουριστούς στο τηγάνι με δεντρολίβανο», με πληροφόρησε ο φίλος μου. «Εμείς στην Εύβοια, στην Κύμη τουλάχιστον, τα σαλιγκάρια συνηθίζουμε να τα κάνουμε στιφάδο. Θα φας και θα μου πεις αν σου αρέσουν», έσπευσα να διαφοροποιηθώ του λόγου μου. Με την υπερβολή που συχνά με διακρίνει μάζεψα πολλά, πάρα πολλά, με είχε πιάσει το ταμάχι, γέμισα δυο μεγάλες κατσαρόλες. Τους έριχνα συνεχώς για δυο ημέρες αλεύρι να βοσκήσουν και να αποβάλλουν έτσι τις ακαθαρσίες τους. Την τρίτη ήλθε το μαγείρεμα. Έπρεπε πρώτα να τα πλύνω γερά, κάτι που όμως πολύ με δυσκόλευε πρακτικά. Ο νεροχύτης δεν επαρκούσε. Τότε λοιπόν κι εγώ τα έριξα στην μπανιέρα και τα πέρασα πολλά χέρια με καθαρό νερό! Το θέαμα ήταν παράδοξο, οι συγκάτοικοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Το βράδυ όμως έπεσε σύρμα στην παρέα κι έγινε ένα φαγοπότι από τα αξέχαστα, κοντέψαμε να σκάσουμε από τα σαλιγκάρια στιφάδο που φάγαμε. Μας έπιασε κυριολεκτικά ο λαιμός μας από το ατελείωτο ρούφηγμα που κάναμε…
Αξέχαστες θα μου μείνουν επίσης οι λίγες μέρες που περάσαμε παρέα με άλλους φίλους στην Πεντέλη. Ήμασταν καλεσμένοι από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου στο εξοχικό σπίτι των γονιών του. Ο Αλεξίου κατέφθασε μόνος του προερχόμενος από την Κρήτη την μεθεπόμενη της δικής μας άφιξης. Μόλις αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο στο «Ελληνικό», άρπαξε ένα ταξί κι ήλθε κατ΄ ευθείαν στην Πεντέλη, ξοδεύοντας έτσι όλο το χαρτζιλίκι του σχεδόν. Εκτός βεβαίως του οικοδεσπότη, το παρόν έδωσαν οι Δημήτρης Λέκκας, Θύμιος Παπαδόπουλος, Τάκης Κωνσταντακόπουλος, ο επονομαζόμενος και «μαέστρος», όλοι τους μουσικοί, ο Γιώργος Παυριανός κι εγώ. Κανονική ανδροπαρέα. Ήμασταν μαζεμένοι έξι νοματέοι και με την άφιξη του Αλεξίου συμπληρώσαμε τον μαγικό αριθμό επτά! Το τι φαγητό έπεσε δεν περιγράφεται. Τι γιουβετσάδες, τι αρνάκια και κατσικάκια στην λαδόκολλα, άσε δε εκείνες τις περίφημες αστακομακαρονάδες, τις μεταμεσονύκτιες που σκαρώναμε κατά το μέσον των ατέρμονων συζητήσεων, για την λιγούρα. Είναι γνωστός καλοφαγάς και ορκισμένος ξενύχτης ο Παπαδημητρίου. Και ως καλοφαγάς είναι και δεινός μάγειρας. Εγώ τότε ήμουν αρχάριος ακόμη, αλλά τον βοηθούσα αρκετά. Ο Θύμιος και οι υπόλοιποι είχαν αναλάβει το πλύσιμο των πιάτων και της γενικότερης καθαριότητας. Όταν κάποτε έφτανε κατά το χάραμα η ώρα του ύπνου, εγώ με τον Νίκο μεταφερόμασταν μπαϊλντισμένοι, ξέχωρα από τους υπολοίπους, στον ανεξάρτητο εκτός του κεντρικού σπιτιού ξενώνα, που «τιμητικά» μας είχε παραχωρηθεί, για μεγαλύτερη ιδιωτικότητα. Αγνοούσαμε όμως ότι υπήρχε ενδοσυνεννόηση, κάτι που μόλις πρόσφατα πληροφορήθηκα. Μιλούσαμε ανυποψίαστοι πως κάθε μας κουβέντα ακούγεται από την ομήγυρη και γίνεται αντικείμενο σχολιασμού και μεγάλου χαβαλέ. Δεν βαριέσαι όμως. Δίναμε ερήμην μας τροφή –και τι τροφή εδώ που τα λέμε!– για κουτσομπολιό στους αδιάκριτους φίλους μας.
Εκείνες τις ημέρες χρειάστηκε θυμάμαι να μιλήσω στον Μάνο Χατζιδάκι για ένα θέμα που είχε προκύψει σχετικά με τις εκπομπές μου στο Τρίτο Πρόγραμμα. «Προτιμώ να μου τα πείς από κοντά. Έλα το βράδυ στον Μαγεμένο Αυλό», μου είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Ο Μαγεμένος Αυλός ήταν, ως γνωστόν, το μόνιμο στέκι του. Κόσμος και λαός περνούσε κάθε βράδυ από εκεί να τον συναντήσει. Και όλοι εθεωρούντο «καλεσμένοι» του, δεν επέτρεπε ποτέ και σε κανέναν να βάλει το χέρι στην τσέπη παρουσία του. Τα πάντα ήταν κερασμένα από εκείνον. Ο Αλεξίου που πολύ ήθελε να τον γνωρίσει από κοντά, μου ζήτησε να έλθει στην συνάντηση. «Γιατί όχι; Δεν νομίζω ότι θα ενοχληθεί από την παρουσία σου ο Χατζιδάκις. Είναι τύπος ανοιχτός. Άλλωστε του αρέσει να γνωρίζει νέους ταλαντούχους ανθρώπους, όπως είσαι εσύ», του είπα. Καθήσαμε σ΄ ένα απόμερο τραπέζι οι δυο μας, χώρια από το πολυπληθές τραπέζι του Χατζιδάκι. Μας είδε και εγκαταλείποντας την παρέα του, έσπευσε να έλθει στο δικό μας. Αφού τακτοποίησε με συνοπτικές διαδικασίες το θέμα που με απασχολούσε, η προσοχή του εστράφη προς τον νεαρό φίλο που με συνόδευε. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να πληροφορηθεί οτιδήποτε σχετικό με την ζωή και τα σχέδιά του για το μέλλον. Κι ενθουσιάστηκε πολύ όταν έμαθε ότι κατάγονταν από το ίδιο μέρος της Κρήτης. Έλεγε τολμηρά αστεία κι έκανε χαριτωμένους υπαινιγμούς για το πατροπαράδοτο έθιμο του τόπου τους να «κλέβουν» το αγαπημένο πρόσωπο, ακόμα και παρά την θέλησή του. Η δική μου παρουσία έδειχνε να μην τον απασχολεί και τόσο, ούτε να του ανακόπτει στο ελάχιστο την επίθεση γοητείας που, ευθύς εξ αρχής είχε δρομολογήσει και που, αν μη τι άλλο, την γνώριζα καλά και από πρώτο χέρι. Αγνοούσε επιδεικτικά σχεδόν το ενδεχόμενο να μην ήμαστε απλώς φίλοι, αλλά και κάτι περισσότερο. Παρατηρούσα με ψυχραιμία τα τεκτενόμενα και από μέσα μου μάλλον τον θαύμαζα, παρά του θύμωνα γι΄ αυτήν την εφηβική παρόρμηση που ξαφνικά τον είχε συνεπάρει. Δεν ένιωθα άλλωστε απειλούμενος… Λίγο καιρό μετά ο φίλος μου Νίκος Αλεξίου γοητευθείς, προσεχώρησε τελικά τοις πολεμίοις! Και με δική του πλέον πρωτοβουλία, εισήλθε στον στενό κύκλο του Μάνου Χατζιδάκι.
Μετά χαθήκαμε. Μάθαινα κατά καιρούς τα νέα του από τις καλλιτεχνικές στήλες των εφημερίδων πλέον και καμάρωνα κρυφά για την επιτυχία που σημείωνε. Κορυφαία στιγμή στην καριέρα του ήταν η εκπροσώπηση της Ελλάδας το 2007 στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας με το έργο «End», φτιαγμένο από δαντελωτά κοπτικά μοτίβα σε χαρτί και εμπνευσμένο από το δάπεδο της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Βρέθηκε εκεί για πρώτη φορά το 1995 όπου έμεινε για πέντε μήνες. Η πνευματικότητα, το μυστήριο, ο ασκητισμός και η μεταφυσική του χώρου επηρέασαν βαθιά το έργο του. Δοκιμάστηκε επιτυχώς και στην θεατρική σκηνογραφία. Χαρακτηριστική ήταν η δουλειά του στις παραστάσεις «Μήδεια» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, την «Πουπέ» της Άννας Κοκκίνου στο θέατρο Σφενδόνη και στο έργο «Ταξίδι μακριά» της Λούλας Αναγνωστάκη που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης. Τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν στο σπίτι του την Άνοιξη του 2000. Έμενε τότε σ΄ ένα διαμέρισμα πίσω από την Εθνική Πινακοθήκη, στην αρχή της Σπύρου Μερκούρη στο Παγκράτι. Είχε κάνει τα σκηνικά για την επανεμφάνιση της Ελένης Βιτάλη στο «Αερικό». Αυτό ακριβώς στάθηκε και η αφορμή, έπειτα από τόσα χρόνια, να βρεθούμε και πάλι από κοντά. Επρόκειτο να συναντήσω εκεί την σημαντική τραγουδίστρια για τις ανάγκες μιας συνέτευξης που θα μου παραχωρούσε και θα δημοσιευόταν στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ», όπου και εργαζόμουν ως δημοσιογράφος. Το ραντεβού ήταν κανονισμένο από τον κοινό μας φίλο Γιώργο Μητρόπουλο. Είχε κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από τότε που, παιδιά σχεδόν και οι δύο, κάναμε παρέα. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και μείναμε έτσι ακίνητοι κι αμίλητοι για αρκετή ώρα.
Ώσπου στις αρχές του 2011 έμαθα ξαφνικά ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του. Διακριτικά κρατήθηκα σε απόσταση. Και λίγο μετά, στις 25 Φεβρουαρίου συγκεκριμμένα, πληροφορήθηκα πως έφυγε από την ζωή. Ξεπροβόδισα το παιδί από την Κρήτη στο νεκροταφείο της Καισαριανής με λευκά τριαντάφυλλα, «ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ».