Nαι ωραία.
Είδα στον ύπνο μου, την κοπέλα που τόσο είχα ερωτευφθεί το 2000 στην Κρήτη.
Έπεσε στην αγκαλιά μου, και αναγνώρισε ότι ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Κάναμε βόλτες, φιληθήκαμε, της κράτησα μέχρι και το χέρι. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος, και μου είπε, αγάπη μου, πάμε κάπου που έχω μια υποχρέωση.
Ε και πήγαμε, σε ένα σέσσιον, μυστικιστικής Γιόγκα λέει, άλλα εγώ περίμενα απ’ έξω, γιατί δεν ήμουν μυημένος, και εκεί που περίμενα, έσκασαν τα όπκε, μπήκαν μέσα και τους συνέλαβαν όλους, κι αυτή μαζί, πάει.
Απ’ την στενοχώρια μου, πήγα να πιω ουίσκι (στα όνειρα παίζει να έχεις και φράγκα), και φορούσα, ένα κασκόλ της Ρόμα.
Με πιάνει ο πορτιέρης απ’ το κασκόλ, μου λέει είναι πέντε, κλείνουμε σε λίγο. Του λέω τι τρόπος είν’ αυτός, εγώ κάποτε ήμουν ντιντζέη σε κλαμπ, και ξέρω τον τάδε και τον έτσι, μην είσαι μαλάκας. Σπάζεται το βλαχαδερό μ’ αφήνει να μπω. Κι εκεί που πίνω την δεύτερη ρουφηξιά Τζέημσον, έρχεται η μπαργουμαν, και μου παίρνει το ουίσκι, μου λέει, το ήπιατε κύριε, είναι πολιτική του καταστήματος.
Αποκαμωμένος, πάω και αράζω στον καναπέ, που ήταν ο καναπές του σπιτιού μου. Έρχεται και ο φίλος μου, μου λέει πάμε να γυρίσουμε, άσε την Κρήτη. Ανεβαίνω στην μηχανή, τον ρωτάω, γιατί δεν ανάβεις τα φώτα, μου απαντά γιατί φαινόμαστε, είναι τρελαμένοι οι μπάτσοι εδώ.
Δεν μ’ άφηνες στον καναπέ; Α, ρε Μαρία.