Το πήρα και το κράτησα, περιεργαζόμενος την ανάγλυφη λεπτομέρεια. Μου αρέσουν αυτές οι ακατέργαστες μινιατούρες τουριστικών προορισμών, οι αποτυπωμένες σε ευτελή σουβενίρ από ρητίνη. Κάτω από μπετονένια πολυώροφα στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα, μέσα στο πλήθος της σκεπαστής στοάς με τους πάγκους, αντίκριζα μια γραφική εκδοχή της κωμόπολης, κάπως κυκλαδίτικη. Προορισμός που δεν υπήρξε κι ούτε θα υπάρξει: ασβεστωμένα σπίτια, εκκλησίες και καμπαναριά, τουριστικά σκάφη στο γαλάζιο.
«Είναι το πιο καλό μας κομμάτι, πουλάει, δεν ξέρεις πόσο γρήγορα φεύγει», διέκοψε το ρεμβασμό μου η ενθουσιώδης φωνή του. Μου μίλησε στα ελληνικά κάτι όχι ασυνήθιστο για τα Τίρανα και το συνηθέστερο για τη Βόρεια Ήπειρο. Όμορφο πρόσωπο, σμιλεμένο, έδειχνε σαρανταπεντάρης. Σίγουρα χρειαζόμουν λίγη αφαίρεση ώστε να μετρήσω την πραγματική του ηλικία. Πιάσαμε οι τρεις τη συζήτηση, μέσα στην κουβέντα και η γερασμένη γυναίκα, η μητέρα του. Δουλεύουν μαζί, καλά πάνε οι δουλειές, τα καλοκαίρια ο πάγκος και το χειμώνα λίγα αγροτικά στο χωριό, στα περίχωρα. Με ρώτησαν από ποιο μέρος της Ελλάδας είμαι. Αυτοί δεν δούλεψαν ποτέ στην Ελλάδα. Όποτε έρχονται είναι για να επισκεφτούν συγγενείς.
Κάτι γιατί ήθελα να τονώσω την περηφάνια του για το αντικείμενο που πουλούσε, κάτι γιατί οι καλοκαιρινές αναμνήσεις μου διατηρούνται καλύτερα μέσα στο ευτελές, ζήτησα να μου το τυλίξει να το αγοράσω. Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα να πάρει χαρτί. Δεν είχα προσέξει τις πατερίτσες, τις ακουμπισμένες πίσω του. Τα πόδια του παραμορφωμένα κάτω από τη βερμούδα, το κορμί του το στήριζαν γυμνασμένα χέρια που κρατούσαν γερά το ξύλο.
Με ρώτησε αν ήθελα κάτι άλλο, καμιά μακό μπλούζα με στάμπα. Αρνήθηκα. Τον ευχαρίστησα, τους χαιρέτησα και έφυγα.
Υποσημείωση για ένα καλοκαίρι, τελευταίο βράδυ στην Αλβανία. Μια βδομάδα διακοπές, μόνος. Από λεωφορείο σε λεωφορείο – λεωφορεία διασυνοριακά, υπεραστικά, αστικά. Την επομένη, νύχτα πριν χαράξει, θα με έπαιρνε ταξιτζής μαζί με άλλους να με περάσει απ’ τα σύνορα για Ηγουμενίτσα, για το ΚΤΕΛ εκεί. Ήθελα ν’ αποφύγω το βουνό για Αργυρόκαστρο και την ουρά στο σταθμό στην Κακκαβιά.
Όσα σύνορα κι αν περάσαμε, σπίτι επιστρέψαμε. Το δικό μου βήμα δρασκελιά, το δικό του μετέωρο πάνω από βουνά και φυλάκια. Και οι δύο ακόμα σπίτι, ο καθένας με το δικό του τρόπο επιστρέφει: το χειμώνα αγροτικά στα περίχωρα.