Το λουτρό της Κυριακής
13-01-2020

Ο μπαχτσές τέλειωνε εκεί.

Πριν τη στροφή του τοίχου έκλειναν τα ξύλινα κάγκελα με τις άσπρες μαργαρίτες κι άφηναν τη βερικοκιά να υψώνεται μόνη κυρίαρχος του κήπου.

Παραδίπλα της άρχιζε το υπόστεγο του πλυσταριού με το δενδρολίβανο και τις λεβάντες.

Τρία καζάνια στη σειρά κι από κάτω τους να καίνε τα ξύλα πυρωμένα.

Το ένα για τα ασπρόρουχα.

Το δεύτερο αποκλειστικά για τα παιδικά ρούχα και το τρίτο να βράζει το νερό για το λουτρό μας.

Μυρωδιές από πάστρα και πράσινο σαπούνι γνώριμες.

Έξω απ’ την πόρτα κρεμασμένες στον τοίχο οι γαλότσες μας.

Πολλά ζευγάρια οι μεγάλες.

Ένα μοναδικό μικρό για μένα.

Πόσο μ’ άρεζαν εκείνες οι γαλότσες… ένα κομμάτι ξύλο κι ένα λουράκι, ένα τίποτα δηλαδή, κι όμως, δεν έβλεπα την ώρα να τις φορέσω.

Η Κυριακή η κάθε Κυριακή εκεί «μέσα» ήταν απόλαυση.

Το «μέσα» ήταν η καμαρούλα που ακολουθούσε το πλυσταριό, ένα δωματιάκι μικρό, με απλό τσιμέντο στο δάπεδο και μια τρύπα αποχέτευσης, κάτι ράφια στους τοίχους για τα σφουγγάρια και τα σαπούνια και

τέσσερα ξύλινα  σκαμνιά.

Πίσω απ’ την πόρτα απλά μεγάλα καρφιά όπου κρεμούσαμε τις πετσέτες.

Στον απέναντι φράχτη το αγιόκλημα οργίαζε την άνοιξη.

Η λεμονιά άνθιζε μαζί με τη γαρδένια.

Γιαγιά, μάνα και θειά έλυναν τα μαλλιά τους.

Εγώ κοιτούσα.

Γιαγιά, μάνα και θειά έβγαζαν τις ρόμπες τους έμεναν ολόγυμνες.

Εγώ κοιτούσα.

Με μάτια ορθάνοιχτα γεμάτα θαυμασμό.

Καταλάβαινα τις διαφορές.

Από τότε έμαθα τις αναλογίες του σώματος, την αισθητική, την αισθαντικότητα, το άγγιγμα, το θάρρος της γύμνιας, το φώλιασμα των υγρών στα ρυάκια του σώματος, τις θερμοκρασίες του νερού που αντέχει το κορμί, το κανάκεμα και την αφή των άλλων ανθρώπων.

Το σώμα της γιαγιάς ώριμο, της μάνας απαλό, της θειάς σφριγηλό, κρουστό.

Στήθη στρόγγυλα, μυτερά, ολόγιομα, λαιμά ολόλευκα, λαγόνια και γλουτοί, βρεγμένα όλα ν’ αχνίζουν εκεί «μέσα».

Χέρια έμπειρα που έλουζαν τα μαλλιά με προσοχή μη μπει σαπούνι στα μάτια μου.

Τρεις γυναίκες γελαστές που ψιθύριζαν μεταξύ τους λέξεις που είχαν «α» και «ω» και «λα» σαν να τις έλεγαν με μέλι και γάλα ανάμεσα στα δόντια και κοιλιές που τραντάζονταν απ’ τα γέλια.

Κοίταζα.

Μάθαινα…

πόσο απαλό πρέπει να είναι το κτύπημα στον ώμο όταν θέλει ο άνθρωπος κουράγιο, πόσο σφιχτό είναι το άγγιγμα όταν χρειάζεται να φέρει παρηγοριά.

Πόσο μαλακώνουν τα φωνήεντα όταν η καρδιά έχει ανάγκη από ηρεμία, πόσο ακατάλληλα είναι τα συριστικά όταν το μυαλό ζητάει ξεκούραση.

Για να μπορώ τώρα στη δύση μου να ξέρω καλά πια

πόσο πρέπει να σφίξω το υφάδι πάνω στο στημόνι, πόσο μαλακά να γυρίσω την κλωστή για να κάθεται αρχοντικά, άφοβη πάνω στις σειρές.

Πώς να κάνω το υφαντό ν’ αναπνέει ελεύθερα χωρίς να χάνει το σχήμα του.

Να ξέρω καλά ότι εύκολα, από ένα τίποτα, μπορείς να πληγώσεις ανεπανόρθωτα έναν άνθρωπο αγγίζοντάς τον με λάθος τρόπο και στο σώμα και στην ψυχή.