To πρωί φεύγοντας για την δουλειά συνάντησα μία γυναίκα. Με το ένα χέρι τραβούσε ένα καρότσι λαϊκής και με το άλλο είχε μία σακούλα με γεράνια μέσα. Το ταπεινό λουλουδάκι των παιδικών μου χρόνων με τα χνουδώτα φύλλα και το λευκό γάλα στις κλειδώσεις και τα άνθη με τα έντονα χρώματα μα με καμία ιδεοληπτική μυρωδιά στη γύρη τους. «Αυτό το φυτό αντέχει», έλεγε η γιαγιά μου. Όλη η αυλή μας ήταν γεμάτη με αυτά τα λουλούδια που μπορεί να μην μύριζαν όπως τα δειλινά, μπορεί να μην ήταν όμορφα σαν τριαντάφυλλα, αλλά δεν είναι παραχαϊδευμένα. Σαν κορίτσια που δεν ακούν ποτέ πόσο όμορφες είναι και αυτό τις κάνει ακόμη πιο ελκυστικές και γλυκείς εξαιτίας αυτής της αθώας άγνοιας. Σπάνια, σπάνια, σπάνια.
Έπειτα πρόσεξα μέσα στο καρότσι τα σακιά με το χώμα. Η έγνοιά της, το σπίτι της. Να το καθαρίσει, να το φροντίσει, να το ομορφύνει για εκείνη και κυρίως για τους άλλους. Πόσο δύσκολη δουλειά να ικανοποιήσεις το αφεντικό αυτό; Πόσα ένσημα χρειάζεται αυτή η καθημερινή περιποίηση ενός χώρου που μοιάζει με 70 τετραγωνικά αλλά είναι ο κόσμος όλος, το στερέωμα και ο ορίζοντας; Σπάνια, σπάνια, σπάνια.