Στο ξεκίνημα του «Επιφανή Πολίτη», μιας εξαιρετικής αργεντίνικης ταινίας που παίχτηκε πριν μερικούς μήνες, ένας συγγραφέας παίρνει το νόμπελ και στον ευχαριστήριο λόγο του σχεδόν σνομπάρει το βραβείο, ελεεινολογεί τα κριτήριά του, μιλά με εστετική αυταρέσκεια.
Μετά τον βλέπουμε να απορρίπτει μέσω της προσωπικής του γραμματέως μια σειρά από προσκλήσεις ακριβοθώρητων ινστιτούτων, πανεπιστημίων, εφημερίδων, για ομιλίες ή συνεντεύξεις.
Αν μπορείς να τον πεις δήθεν, είναι αυθεντικά δήθεν, είναι δήθεν χωρίς να το προσπαθεί, είναι δήθεν επειδή αυθεντικά ζει και αναπνέει με το μεγαλείο του εαυτού του και της ύπαρξής του.
Όταν τον προσκαλούν για να τον τιμήσουν στην γενέτειρά του, μια επαρχιακή κωμόπολη στην οποία έχει να πατήσει το πόδι του 40 χρόνια, εκείνος δέχεται.
Σε μια από τις εκδηλώσεις εκεί, προβάλλεται ένα μικρό βιντεάκι, το οποίο είναι όσο πιο κιτς μπορεί να φανταστεί κανείς, όσο πιο γραφικά γλυκανάλατο, όσο πιο ενάντια σε κάθε ελάχιστο αισθητικό κανόνα, φτάνοντας να δείχνει τους γονείς του να βγαίνουν μέσα από ουράνια τόξα.
Βλέπουμε τον συγγραφέα να κάθεται να το παρακολουθήσει και μετά βλέπουμε ολόκληρο το βίντεο. Όσο το βλέπουμε χαμογελάμε ή ίσως και γελάμε.
Και μετά, με το τέλος του, ξαναβλέπουμε τον συγγραφέα.
Είναι βουρκωμένος, είναι κατασυγκινημένος, έχει γίνει κουρέλι.
Ό,τι έχει να κάνει με τα παιδιά μας ή τους γονείς μας ή τους έρωτές μας, ό,τι χτυπάει εν πάση περιπτώσει τον συναισθηματικό μας πυρήνα, αποτελεί τυφλό σημείο απέναντι στο κιτς.
Όσο εστέτ και να ‘σαι, ό,τι σε πονά και σε συγκινεί τόσο ώστε να σε κάνει να κλάψεις, θα σε κάνει να κλάψεις ανεξαρτήτως της φόρμας μέσω της οποίας φτάνει μπροστά σου.
Η αισθητική ξεκινά εκεί που καταφέρνεις να αποστασιοποιηθείς από το προσωπικό σου συναίσθημα, η αισθητική ξεκινά εκεί που καταφέρνεις να το μεταγράψεις με τρόπο τέτοιο, ώστε να μπορείς να διαχωρίσεις τη συγκίνηση που εσύ νιώθεις ανεξαρτήτως της φόρμας, από τη συγκίνηση που όντως εκπέμπει στον τρίτο ό,τι χώρεσες μέσα στη φόρμα και από την μη υπονόμευσή της από ό,τι κατάφερες να πετάξεις εγκαίρως.