Aς ξεχάσω τα μπίτνικα ύφη που συνηθάω, κι ας αφηγηθώ.
Στα Βαλκάνια, το παλαιό Ιλλυρικό η και Μικρευρώπη, έγιναν εισβολές από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Πολλές από την Ανατολή, οι περισσότερες από τον Βορρά. Σήμερα, θα ασχοληθώ με μια κατεβασιά πριν 1340 χρόνια. Σώθηκε σε ένα χρονικό εκ Θεσσαλονίκης, όχι αντικειμενικό, καθώς εκθειάζει θαύματα του Αγίου Δημητρίου και η διήγηση του αποδίδει ένα. Κάπως τραβηγμένο από τα μαλλιά, αλλά με την πρόσφατη προεκλογική περίοδο δεν φαντάζομαι να κρατάτε πίστη στην Ιστορία που γράφει με κοκκορόφτερο και είναι αντικειμενική.
Γύρω στο 620 μΧ, συνέβη μία «μεγάλη πόρθησις». Άβαρες σάρωσαν τον νότο της χερσονήσου, πολιόρκησαν ανεπιτυχώς Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη και αποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους έναν απίστευτο (κυριολεκτικά) αριθμό αιχμαλώτων. Οι άνθρωποι αυτοί παρέμειναν στο Αβαρικό κράτος, στις πεδιάδες της σημερινής Ουγγαρίας, αναμίχτηκαν με τους εκεί, και μετά από εβδομήντα χρόνια, φλέγονταν από πόθο οι απόγονοί τους να γυρίσουν την πατρίδα τους, για την οποία άκουγαν τρυφερές και νοσταλγικές διηγήσεις.
Αυτή τη νοσταλγία εκμεταλλεύτηκε ένας επιδραστικός φύλαρχος, ο Κούβερ, που τους υποσχέθηκε επιστροφή στα πάτρια εδάφη τους, τους ένωσε και πήρε τον δρόμο του νότου. Εμποδίστηκε από τον Χαγάνο που δεν ήταν παρά ηγέτης ενός ραγισμένου κράτους και τον νίκησαν σε μερικές αναμετρήσεις κι έτσι άρχισε η κάθοδος.
Στράφηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις, αλλά οι Ρωμαίοι, πολλοί με μικτούς γάμους, παιδιά κι εγγόνια, δέχτηκαν αρχηγό τον Μαύρο, έναν που διάλεξε ο Κούβερ και ήταν πολύγλωσσος και ευρηματικός. Αυτός, ανέλαβε την προς νότο πορεία.
Ήταν κυρίως Ρωμαίοι από την Θράκη, αλλά και άλλα γένη, επίσης επιθυμούντα νέα εγκατάσταση. Πολλοί είχαν καταγωγή από το Σίρμιο, που πρώτο είχε υποταχθεί πριν έναν αιώνα και αυτούς τους έλεγαν Σερμησιάνους.
Πέρασαν τα θεωρητικά σύνορα, και εμφανίστηκαν σε έναν κάμπο, τον Κεραμήσιο όπου και ήρθαν σε επαφή με τους κατοίκους. Οι σημερινοί ιστορικοί, αναλόγως σημερινής πατρίδας, άλλοι θεωρούν Κεραμήσιο τον κάμπο έξω από το Βουτέλιο, τα Μπιτώλια, δηλαδή το Μοναστήρι, όπου υπήρχε σταθμός της Εγνατίας ονόματι Ceramiae, αλλά μάλλον στάθμευσαν νοτιώτερα, εκεί που υπήρχε σταθμός της Εγνατίας ονόματι Mansio Cyrrus (Kyrrumansio= κεραμήσιος)κάτω από το Πάικο, κοντά στη μακεδονική πόλη της Κύρρου, σήμερα παλαιόκαστρο Αραβησσού.
Οι αρχές της Θεσσαλονίκης ήρθαν σε επαφή μαζί τους και τους σταμάτησαν επί τόπου. Ο Μαύρος τους εξήγησε την πρόθεσή τους. Ακόμη κι αν ήταν οπλισμένοι, δεν είχαν πρόθεση να διαγουμίσουν. Οι αρχές έδωσαν εντολή στη σκλαβηνία των Δραγουβιτών,βπου κατοικούσε στα δυτικά του μεγάλου Βάλτου, να προμηθεύουν τα αναγκαία στους Σερμησιάνους. Οι Δραγουβίτες, οι Σαγουδάτοι, οι Ρυγχίνοι και άλλοι λαοί, που άκουγαν τους ρήγες τους, είχαν στεριώσει στα μέρη αυτά καθώς ήρθαν και πριν τη «μεγάλη πόρθηση» και μαζί με τους Σέρβους, τους Χρωβάτες και λοιπούς, ήθελαν εγκατάσταση σε νέα πατρίδα, όπως και συνέβη. Για τις Αρχές, είχαν την ιδιότητα του Φοιδεράτου, του υποσπόνδου, είχαν συνθήκες που άλλοτε τηρούσαν κι άλλοτε όχι.
Οι μικρές ομάδες που ακολουθώντας τον Μαύρο μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, προκαλούσαν φασαρίες και, κατά τους νοικοκυραίους, μερικές δολοφονίες, οπότε άρχισαν να πιστεύουν πως ήθελαν να καταλάβουν την πόλη. Και τότε έγινε ένα θαύμα, από τον Άγιο.
Ο ναύαρχος Σισίνιος, ναυλοχούσε στο Αιγαίο με τον στόλο του. Βρέθηκε στην Σκιάθο μεγαλοβδομάδα, και καθώς υπήρχε άπνοια, καθυστέρησε την άφιξή του στη Σαλονίκη και ετοιμάστηκε να πασχάσει στο έρημο τότε νησί. Το βράδι που το αποφάσισε, είδε στον ύπνο του τον Άγιο που τον βίαζε να αρμενίσει αμέσως. Αδιαφόρησε και συνέχισε τις ετοιμασίες για τη Λαμπρή. Τελικά, επειδή ο Άγιος είχε γίνει φορτικός, ξανάβαλε το φουσάτο στα ανοιχτά και τότε είδε, μέσα στην άπνοια, ένα πλοίο να ουριοδρομεί προς βορρά. Ακολούθησε τη ρότα του και έφτασε στην πόλη σε μία ημέρα. Είδε την κατάσταση και έλαβε τα μέτρα του by the book.
Οι Θεσσαλονικείς χάρηκαν και ο Μαύρος αρρώστησε από το κακό του. Αλλά ο Σισίνιος είχε οδηγίες να τηρήσει. Πήγε στον Μαύρο και τον επισκέφτηκε, ενώ έφτιαξε στην παλιομάνα του Βαρδάρη ένα κέντρο υποδοχής προσφύγων. Τους Σερμησιάνους, καθώς ήρχονταν εκεί τους φόρτωνε σε καράβια του στόλου του και τους έστελνε στη Βασιλεύουσα. Εκεί, τους μοίρασαν στα χωριά τους, όπως ήταν η αφήγηση του καθενός πρόσφυγα. Ο Μαύρος έφτασε κι αυτός, οπότε του έδωσαν ένα αξίωμα και τον εγκατέστησαν, μάλλον ως υπεύθυνο των προσφύγων.
Αλλά ο Άγιος έβαλε τον γιο του Μαύρου να καυχηθεί πως ο πατέρας του, που είχε και χαρέμι, σκόπευε να αναστατώσει το σύμπαν, οπότε το αφαίρεσαν με τρόπο το αξίωμα και τον παρακολουθούσαν. Έτσι έγινε το θαύμα, στην δεκαετία του 680.
Για τους «ομογενείς» που κατέληξαν στις κοιτίδες τους, το ψάχνω. Αλλά η Αφήγηση έχει και συνέχεια. Αργότερα, Ιουστινιανός ο Ρινότμητος μετέφερε αρκετούς σκλαβήνους στη Βιθυνία, απ΄οπου γύρισαν μεταλλαγμένοι μερικοί στα παλιά λημέρια και σήμερα λέγονται Τρακατρουκαλήδες. Και παραπάνω, στα μέρη των αγκυλότοξων Παιόνων, της Ιλιάδας πέραν του Αξιού, με την πόλη Αμυδώνα, ένα ξέφτι λεγόταν ακόμη προ ετών Αμάτοβο. Αλλά ήρθαν κι άλλοι πιο κάτω- οι Βαρδαριώτες Τούρκοι που φορούσαν «αγγουρωτά» σαρίκια και ήταν ραβδούχοι, μαγκλαβίτες των δικών μας πορφυρογέννητων και έμεναν Βάρδινο και Βαραρόφτσα, σήμερα Λιμνότοπο και Αξιοχώρι. Παρακάτω έμεναν υπόλοιπα από Γαλάτες που έβγαζαν το χρυσάφι του Γαλικού. Άσε μετά την επιφάνεια των Βουλγάρων, που φορολογούσαν ό,τι δύναντο και διεκδικούσαν διάφορα. Και μιλάω μόνον για τον Βαρδάρη και δεν αναφέρομαι στους Ρυγχίνους και στον σουλτάνο Καϊκαούς, μήτε για Κουμάνους και Μογλενίτες πέρα από το Κοτζά Ντερέ.
Αυτή η στρωματογραφία μπορεί και συνεχίζεται ακόμη. Άλλα ονόματα συνωστίζονται, παλιές αντιπάθειες σβήνουν, νέες ακρότητες παραμονεύουν. Οι τόποι όλοι αυτοί, είχαν νερό, πρώιμα αυλούκια, σαλιγκάρια βρώσιμα και ομίχλες που δεν ξέρεις αν είναι από υγρασία ή από εξεγερμένες ψυχές. Αυτό είναι το θαύμα που παρατηρώ, αυτές τις φάρες, τα μιλέτια και τα ρηγάτα προσέχω, κι ας ήταν εκ Βανδήλων ο Λυαίος και γειτόνευε με μυθομανείς Βεσσούς η μάνα του Γαλέριου.
Κι αν θέτε, που δε θέτε, να ξέρετε, αυτούς έχω φίλους και συγκαθιστούς, με αυτούς ξενυχτάω, θλίβομαι που μιλάνε γι αυτούς ως επικαιροποιημένα όντα, υπέρ δικαίων και αδίκων.
Στη δική μου Μακεδονία, δεν υπάρχουν ζωντανοί. Κι όσοι κυκλοφορούν, θα ξεθωριάσουν μόλις καταλάβουν πού βρίσκονται. Αυτό είναι το θαύμα. Τα υπόλοιπα, είναι απλή, αφτιασίδωτη, ανυπόφορη ζωή. Και τον θάνατο που τους τύλιξε όλους, τον θεωρώ χιονάκι και σινιάκι , χωρίς το οποίο δεν υπάρχει παραμύθι στο τζάκι, αφήγηση που τρομάζει τα παιδάκια και πρωταγωνιστούν οι δράκοι των κοιλάδων και τα σκέλεθρα στις ματωμένες χαράδρες.