Απ’ τα μισά του μήνα Μάρτη, βίωσα δυο φορές ένα επώδυνο φαινόμενο: ξυπνώντας, δεν γνωρίζω αν είναι πρωί ή απόγευμα. Επίσης, θυμάμαι καταλεπτώς τα όνειρα που βλέπω, ιδιότητα που είχα απολημονήσει. Ρώτηξα και κατάλαβα πως πταίει η πολυφαρμακίη. Αλλά ο σπόρος της ντροπής, με ώθησε σε κάτι παραγωγικό: ευκαιρία να εκπονήσω ένα βαρετό πλην οραματικό φιλοσοφικό δοκίμιο. Να το διαβάζει ο σώφρων και να οργά, ο φίλος και να παίρνει ανήσυχος τηλέφωνο, οι ηγερίες να λένε «τα έπτυσε ο κακομοίρης» και ο θεός Απόλλων, όπως και πριν σαράντα χρόνια, να με καλεί σε ένα επείγον προσκύνημα, εν Δελφοίς ή στο μαντείο της Μπαμπα Βάνγκα.
Φυσικά, υπάρχει και άλλη λύση, προ των οφθαλμών. Να λάβω το εμβόλιο. Αρκεί να γεμίσω μια μικρή δακρυοδόχη, την οποία δεν αποχωρίζομαι, με ειλικρινή, ακράτητα δάκρυα οδύνης και ηδονής. Και να τα πιω ανεπίληπτα. Χαμένα τέτοια lacrima δεν πάνε.