Μαθητής της πέμπτης τάξης του δημοτικού ήμουν όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ημέρα Παρασκευή, πριν από το Σάββατο του Λαζάρου συγκεκριμένα. Τα σχολεία από την επομένη θα έκλειναν, ως είθισται, για την Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα, μέχρι την Κυριακή του Θωμά. Ο δάσκαλος, ο κύριος Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, σκέτο «Κύριος» για τους μαθητές, ένας γλυκύς και συμπαθής άνθρωπος τον οποίον οι τσακαλόμαγκες είχαν φορτώσει με ουκ ολίγα προσωνύμια, άτινα εξ αυτών ήσαν «φουντούκος», «αράπης» λόγω του σκούρου δέρματος, «σκαρμούτσος» ή «πιττακός», μας ανήγγειλε μετά την πρωινή προσευχή ότι, λόγω έκτακτης περίστασης, δεν θα κάναμε κανονικό μάθημα, αλλά ούτε και την επαύριον. Ευχήθηκε σε όλους, σύννους και κατηφής, «καλήν Ανάσταση» και μας έστειλε στα σπίτια μας. Εμείς περιχαρείς, επειδή γλυτώσαμε, έστω και κατά μία ημέρα το σχολείο, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για την πατρική εστία. Φτάνοντας εκεί διαπίστωσα πως και ο πατέρας δεν είχε πάει στην δουλειά, καθώς και οι γείτονες επίσης. Έκαναν «πηγαδάκια» στο δρόμο κι όλο κάτι συζητούσαν χαμηλόφωνα και σαν στεναχωρημένοι. Πήρε τ’ αυτί μου κάποιον να λέει: «Έκαναν πάλι δικτατορία όπως ο Μεταξάς». Κι αμέσως έσπευσα κορδωμένος να το ανακοινώσω στους δικούς μου, οι οποίοι πέσανε να με φάνε. «Αυτό να μην το ξαναπείς. Πρόσεχε καλά τις κουβέντες σου και τι λες, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά» ήταν η ανήσυχη, όσο και φοβισμένη αντίδραση του πατέρα στον εξυπνάκια γιο του, τον τόσο «έγκυρα» πληροφορημένο.
Και οι δύο γονείς μου δήλωναν δημοκράτες, κατά του Βασιλέως και της δεξιάς στα κρυφά, «συνοδοιπόροι» του κομμουνισμού δηλαδή, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε με καχυποψία η χούντα των συνταγματαρχών, όλους τους αριστερά του παπανδρεϊκού κέντρου πολιτικά τοποθετημένους και όσους δεν ήταν φίλα προσκείμενοι στο καθεστώς γενικότερα. Άνθρωπος φιλήσυχος, ένας τυπικός οικογενειάρχης ήταν ο πατέρας μου, που έτρεμε το φυλλοκάρδι του για το μέλλον των παιδιών του, του αδελφού μου και το δικό μου. Αν και ο ίδιος είχε υπηρετήσει σαράντα μήνες ως στρατιώτης του εθνικού στρατού κατά τον εμφύλιο στην πρώτη γραμμή πυρός, Γράμμο και Βίτσι, καταλάβαινε πως αυτή η «προσφορά» του στην Πατρίδα δεν τον τοποθετούσε εσαεί στο απυρόβλητο… Υπήρχαν στενοί συγγενείς με την ρετσινιά του κομμουνιστή, ένας αδελφός του κι ένας αδελφός της μητέρας μου είχαν υπάρξει εαμίτες. Ήξερε ότι το παραμικρό άστοχο σχόλιο και δη σε δημόσιο χώρο ήταν αρκετό για να βρεις τον μπελά σου. Είχε προλάβει να δει απ’ την καλή και την ανάποδη, όλα τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το ΄50, τους λογής κάθε φορά εθνοσωτήρες πολιτικούς, να νιώσει στο πετσί του την αυταρχικότητα των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων, το κυνήγι και τον κατατρεγμό, το καθημερινό μπουζούριασμα του κοσμάκη «δι ασήμαντον αφορμήν». Εξ αιτίας όλων αυτών στο σπίτι μας ήταν ρητώς απαγορευμένη κάθε πολιτική συζήτηση. Κάτι που καθημερινά μας συμβούλευε να αποφεύγουμε κι όταν ήμασταν εκτός, στο σχολείο ή οπουδήποτε αλλού. Όσο όμως κι αν προσπαθούσε να μας επιβάλλει την σιωπή και μιαν αδιάφορη ουδετερότητα για την πολιτική κατάσταση της χώρας, εμείς καταλαβαίναμε πως πίσω από τον εμμονικό τρόμο του, υπήρχε ένας τσακισμένος δημοκράτης κι ένας ορκισμένος αντιχουντικός στα σίγουρα.
Μια εφηβεία σκυφτή, ολοφάνερα μπερδεμένη και γκρίζα κατεύθασε. Και παρότι ασφυκτιούσε εξ αιτίας των ποικίλων απαγορεύσεων, δεν σημαίνει πως δεν ήταν παλλόμενη. Μαλλιά κοντοκουρεμένα, περιορισμοί στην εμφάνιση και αυστηροί κανόνες στην συμπεριφορά, όριζαν την καθημερινότητα εκείνων των χρόνων. Στο δρόμο ο αστυνόμος ή ο χωροφύλακας ανάλογα, στο σχολείο ο γυμνασιάρχης και οι καθηγητές, στο σπίτι οι γονείς, από παντού βρισκόσουν κυκλωμένος, δεν μπορούσες να γλιτώσεις τον συνεχή τους έλεγχο. Παρ’ όλα αυτά, η ζωή δεν φυλακίζεται! Βρήκα καταφύγιο κι αναψυχή στο διάβασμα. Ας είναι καλά οι μεγαλύτεροι φίλοι μου στην γειτονιά που ενστικτωδώς κατέφυγα και βρήκα, παρά την διαφορά της ηλικίας, κατανόηση κι αποδοχή, τα αδέλφια Παναγιώτα, Μήτσος και Παύλος Παπατριανταφύλλου, ο πρωτότοκος ο Γιώργος σπούδαζε από καιρό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κοντά τους έμαθα να διαβάζω λογοτεχνία, εκείνοι μου σύστησαν τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Ελύτη, τον Καζαντζάκη, τον Λουντέμη, τον Λόρκα και τον Νερούδα, τον Θεοδωράκη και τον Μαρκόπουλο. Με έπαιρναν συχνά μαζί τους στην «Λήδρα» για να ακούσουμε στο φινάλε του προγράμματος το ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά», τραγουδισμένο από τον Νίκο Ξυλούρη κι από κοντά εμείς το ενθουσιώδες κοινό, μέσα σε μια εκρηκτική, αντιστασιακή ατμόσφαιρα. Με δυο λέξεις άνοιξαν τα μάτια μου, ξεδίψασε η ψυχή μου, πολιτικοποιήθηκα. Οι γονείς μου καλοί και άγιοι, αλλά η φροντίδα τους εξαντλούνταν κυρίως στα περί σιτίσεως, ένδυσης, σωστών συναναστροφών και της βαθμολογίας, υψηλής ή όχι, των μαθημάτων στον τακτικό έλεγχο, πέραν τούτων και να ήθελαν, δεν είχαν άλλες δυνατότητες.
Την πληροφορία για την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο και την λειτουργία του πρώτου ελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού, μας την πρόλαβε ο μπάρμπας μου ο Τάσος, παλιός αριστερός. Μέσα σε απίστευτα παράσιτα κατάφερα να ακούσω για πρώτη φορά μια ηχηρή φωνή που επαναλάμβανε, «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Ένα ρίγος συγκίνησης με διαπέρασε ολόκληρον, τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν. Έσπευσα να αγοράσω εφημερίδα, το ΒΗΜΑ συγκεκριμένα όπως συνήθιζα, μια πράξη ιδιαίτερα τολμηρή κατά τους χαλεπούς εκείνους χρόνους. Δεν έγραφε τίποτα περισσότερο από μιαν λακωνική είδηση για την συγκέντρωση των φοιτητών και τον εγκλεισμό τους στο Πολυτεχνείο με αφορμή τα πάγια αιτήματά τους. Αποφάσισα να φύγω για το σχολείο, ήμουν απογευματινός και η ώρα πλησίαζε για το κουδούνι. Εκεί θα είχα καλύτερη πληροφόρηση, υπήρχε ένας μικρός αντιστασιακός πυρήνας αποτελούμενος από ελάχιστους «μυημένους» συμμαθητές μου. Δεν χρειάστηκε να το συζητήσουμε, συναποφασίσαμε να μεταβούμε επί τόπου, άλλωστε το κάλεσμα της εξέγερσης από ραδιοφώνου ήταν σαφές, έπρεπε όλοι να ξεσηκωθούμε στο πλευρό των φοιτητών. Στο διάβολο οι απουσίες κι ο κύριος γυμνασιάρχης μαζί. Τι μπορούσε να μας κάνει; Στην χειρότερη, ας μας «έδινε» αποβολή, λίγο μας ένοιαζε. Ήμασταν αποφασισμένοι και «σαν έτοιμοι από καιρό», αψηφούσαμε κάθε κίνδυνο κι αν η χρεία το καλούσε – όπως μόνο στα ξέφρενα νειάτα, στους αθεράπευτα ρομαντικούς και στους συνεπείς ιδεολόγους συνηθίζεται – πρόθυμοι να πέσουμε στην φωτιά. Είχαμε μπουχτίσει, όχι μόνο από την καταπίεση και την βαρβαρότητα της στρατιωτικής χούντας, αλλά και την γελοιότητα, καθώς και την κακογουστιά, μηδέ εξαιρουμένης της κακομοιριάς που σύσσωμη εξέπεμπε ως ψωριάρικο άλογο κι ήθελε με κάθε τρόπο, όλα αυτά να μας τα επιβάλλει.
«Έξι χρόνια αρκετά, δεν θα γίνουνε επτά», ήταν το πρώτο σύνθημα που φτάνει στα αυτιά μου ανηφορίζοντας την οδό Στουρνάρη, κάτι που, δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε, αντίθετα έμελλε να γίνουν ολοστρόγγυλα επτά, πάλι καλά… Και μετά, όσο πλησιάζαμε προς τα εκεί, κύματα αλλεπάλληλα, χαρμόσυνα τα συνθήματα, πρωτάκουστα, επαναστατικά, ανατρεπτικά! Ο κόσμος πλημμύρα μέσα κι έξω από το Πολυτεχνείο, νέοι και νέες στην πλειοψηφία τους. Εκκλήσεις από τα μεγάφωνα για τις διάφορες ανάγκες μιας στοιχειώδους οργάνωσης των «ελεύθερων πολιορκημένων». Αστυνομική δύναμη εμφανής δεν υπήρχε, μόνο κάτι «μυστικοί» μπερδεύονταν με το πλήθος. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν φαγητά, πανέρια με ψωμί, φαρμακευτικό υλικό, τσιγάρα. Πετάω προς το παράθυρο το ανοιγμένο μου πακέτο Dunhill, έχει άρτι επιστρέψει ο αδελφός μου από την Κύπρο μετά από έναν χρόνο θητείας στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. φορτωμένος με αφορολόγητα τσιγάρα πολυτελείας κι εγώ επειδή καπνίζω ημιεπίσημα πλέον, κάνω το κομμάτι μου. Ο μουσάτος νεαρός το αρπάζει στον αέρα χαμογελώντας. Οι οδηγοί των διερχόμενων τρόλεϋ περιμένουν υπομονετικά να ολοκληρωθεί το γράψιμο των συνθημάτων με σπρέυ στα πλευρά του οχήματος ή να κολληθεί στο παρ μπριζ του το σχετικό χαρτόνι. Κλείνουν το μάτι συνωμοτικά στα παιδιά με τα μακρυά μαλλιά που οι κρατούντες τα έλεγαν αλήτες… Αυτά την πρώτη ημέρα, γιατί την δεύτερη, η Πατησίων από το ύψος του Πολυτεχνείου μέχρι την Ομόνοια, κλείνει για τα τροχοφόρα, η παρουσία του κόσμου αυξάνεται, ογκούται συνεχώς σε πλήθος και σε αγωνιστικό παλμό.
Την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, την Παρασκευή, κυκλοφόρησε από νωρίς η φήμη ότι η υπομονή της χούντας εξαντλήθηκε κι ότι θα επέμβει άμεσα πλέον και με τρόπο δυναμικό να καταστείλει την εξέγερση. Ένα αδιόρατο σύννεφο ανησυχίας απλώθηκε στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Πολλοί μιλούσαν για απειλές χωρίς ουσία, ότι η φημολογία περί αρμάτων μάχης και τα σχετικά ήταν μόνον προς εκφοβισμό. Η μητέρα μου είχε αντίθετη άποψη. Πίστευε και σωστά, ότι δεν το ΄χουν σε τίποτα να αιματοκυλήσουν τον κοσμάκη. Όταν ετοιμάστηκα σιωπηλός να φύγω δήθεν για το σχολείο, είδα το χρώμα της να αλλάζει. «Δεν θα πας πουθενά» μου είπε όλο αγωνία και μπαίνοντας μπροστά, μου έφραξε τον δρόμο. Προσπάθησα να διασκεδάσω την ανησυχία της λέγοντας πως δεν επρόκειτο να κατεβώ στο Κέντρο, αλλά προφανώς δεν την έπεισα. Υπήρχε αναστάτωση και σε μένα, αδύνατον να προσποιηθώ επαρκώς τον ψύχραιμο. Και τότε άνοιξε διάπλατα τα χέρια της σε μια προσπάθεια να με συγκρατήσει. Πάλι δεν τα κατάφερε. Έπεσε στα γόνατα και μ΄έκλεισε, έτσι γονατισμένη, σφιχτά μέσα στην αγκαλιά της, αδύνατον να ξεφύγω. Έκλαιγε σπαραχτικά, με εκλιπαρούσε να μείνω στο σπίτι. Κι έμεινα.
Σαράντα πέντε χρόνια από εκείνη την νύχτα μπορώ, επιτέλους να τ’ ομολογήσω: Ναι, παρά τις επίμονες εκκλήσεις του σταθμού, την κρίσιμη στιγμή έκανα πίσω. ‘Οχι, δεν ήμουν κι εγώ εκεί. Ίσως μέσα μου φοβόμουν περισσότερο από εκείνη και γι’ αυτό στάθηκε ικανή, τα κατάφερε να μην πάω. Το διάβασε πιθανόν στο βλέμμα μου ή το διαισθάνθηκε ως μητέρα. Ντρεπόμουν κι απέφευγα να απαντήσω ευθέως, κάθε φορά που ερχόταν η κουβέντα και κάποιος γνωστός με ρωτούσε, αν την νύχτα του Πολυτεχνείου ήμουν μέσα. Όχι, δεν ήμουν κι εγώ εκεί. Ίσως, πάλι να μην διέθετα, λέω, τον απαιτούμενο ηρωισμό που σε κάνει να αψηφάς τον κίνδυνο. Δείλιασα θα ήταν μια τίμια απάντηση, αρπάχτηκα από τα παρακάλια, τα δακρυά της και κάθησα φρόνιμα στην ασφάλεια του σπιτιού μου. Μπορεί και να χανόμουν. Τα θύματα να μετρούσαν σήμερα είκοσι τέσσερα συν ένα. Κι αν γλίτωνα, σίγουρα θα με περίμεναν μεγάλες ταλαιπώριες, μέχρι την πτώση της δικτατορίας. Και μόνο η απουσία μου από το σχολείο στάθηκε ικανή να έρχεται επίσκεψη κάθε εβδομάδα ο ασφαλίτης για να υποβάλλει στην μητέρα μου τις ίδιες ανόητες ερωτήσεις. Ο πατέρας μου, παρά τις επανειλημμένες περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις μου, ήταν σίγουρος ότι ανήκα σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση και ότι ήταν θέμα χρόνου η σύλληψή μου. Αρρώστησε από την στεναχώρια του. Όχι, λοιπόν, δεν ήμουν κι εγώ εκεί!