(Πέμπτη, όπως εκείνη του Frank O’Hara)
Δεν δίνεται διάλειμμα για μεσημεριανό. Αλλά ξεκλέβω χρόνο για καφέ στα γρήγορα, για το κουλούρι στο περπάτημα. Είκοσι λεπτά, χαζεύω σιδηροπωλεία και καταστήματα με λαμπτήρες λεντ να φέγγουν παλιομοδίτικα σε βιτρίνα στην Αθηνάς. Άνεργοι ή αργόσχολοι με πονηρές προθέσεις που φυτεύει δική μου πρόθεση σε κεφάλι και σε βλέμμα τους, ρίχνουν νωθρές ματιές σε γυναίκες που περνούν βιαστικές. Σήμερα, μια Πέμπτη, στις 12:40, μπορεί λίγο νωρίτερα, ίσως αργότερα, δεν έχει σημασία. Χειμώνας, δίχως κρύο, αλλά χωρίς να κάνει και ζέστη, εργάτες έσκαβαν μετά τη βροχή, περνούσαν σωλήνες και νέα πλακόστρωση σε πεζοδρόμους του κέντρου. Αν ήταν καλοκαίρι θα φορούσαν μόνο γιλέκα και κίτρινα κράνη και με κορμούς ιδρωμένους θα σιγορουφούσαν καφέ, θα έτρωγαν κάτι, σε διάλειμμα παράλληλο με το δικό μου. Διαβάζω στα πεταχτά, ένα βήμα κοντά τους. Ο χρόνος τελειώνει, θα παραμείνω ένα βήμα μακριά και κακή πρόθεση. Το διάβασμα πίσω στην τσέπη, πίνω μια τελευταία γουλιά, λίγο νερό και γυρνώ στο γραφείο. Ξυπνώντας λίγο, ξεδιψώντας λίγο, όλα μισά, περιμένοντας τα υπόλοιπα την επομένη, μια Παρασκευή.