Ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας εν τάχει τις περιπέτειες των Τημενιδών Μακεδόνων, για τους Εορδούς επιφυλάσσει δύο πληροφορίες, πιθανότατα από το περιβάλλον της μακεδονικής Αυλής ή από διηγήσεις ενός τόπου όπου ήταν περαστικός.
Οι Εορδοί, λέγει, αφανίστηκαν, εκτός από μία απόμοιρα που υπάρχει ακόμη, κατοικώντας την Φύσκα .
Στο Β.99: Επίσης εξεδίωξαν από την καλουμένην σήμερον Εορδίαν τους Εορδούς, εκ των οποίων οι μεν πολλοί κατεστράφησαν, ολίγοι δε έχουν εγκατασταθή περί την Φύσκαν.
Οι πρώτοι χαρτογράφοι, τοποθετούν τη Φύσκα, βόρεια των μυγδονικών λιμνών. Περιοχή Σωχού και Όσσας. Κρηστωνία, με σύνορα και στην Βισαλτία.
Ο παλαιός Κοτζιάς, ανέσκαψε προπολεμικά την «Τούμπα Ούρδα» στην περιοχή.
Και η Βισόκα, μετέπειτα Όσσα, μακεδονίζει ηχητικά, καθώς εύκολα παραπέμπει στην Φύσκα. Αυτό το μαλακό βήτα του βορρά, αντί του φι.
Η Ιστορία ενυπάρχει μερικώς στην κριτική ανάλυση του χωρίου του Θουκυδίδη.
Όλα τα περαιτέρω, είναι κτήμα, απόκτημα και συμπεράσματα του λογοτέχνη, του λαογράφου, του ρομαντίλα, του εξωτικού.
Διότι «ούρδα» λένε κι ένα είδος τυρί, ενώ η ιδιοπροσωπεία των κατοίκων (παπουτσήδες, Κυράννα, γεωγραφικό περιβάλλον, συντείνει να σκεφτείς πως «κάτι τρέχει» με τους Ζωχινούς («Ζωχό» το λέγαν το χωριό στον 15ο αιώνα) αλλά όποιος θέλει το πιστεύει.
Διότι μεταξύ Ιστορίας και Μύθου, μεσολαβεί το πειστικό ύφος.
Πολλαπλασιάστε αυτήν την διαπίστωση σε στατιστική εύνοια ενός λαχνού, και θα έχετε τις ιστορίζουσες, και όχι ιστορικές παραπομπές που αρτύουν τις καφενόβιες δημόσιες συζητήσεις μας.
Σε πολύ σοβαρότερα ζητήματα.
Σαν τον ψηλωμένο νου του λογοτέχνη, δεν έχει. Δεν υπάρχει γρέζι που να μη το θεωρεί χελώνη Αιγίνης.
Και στα Μπαλκάνια, αφθονούν οι συναισθηματικοί, ευσυγκίνητοι ρομαντίλες, ειδικά μετά το τρίτο τσίπουρο.
Τελευταία προειδοποίηση, από έναν επαγγελματία: αρχίστε από το εμπόριο την διαπραγμάτευση.