Εικοσιπέντε χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σαββίδη, και πενήντα επτά από τότε που ξεκόλλησε από πάνω μου το έτος 1963, η χρονιά που μπήκε εκείνος στην ζωή μου αφανώς.
Το 1963 το θυμάμαι ωσάν φωταυγή μύλο σε λούνα παρκ. Την φρικτή παγωνιά του Ιανουαρίου, την απεργία των δασκάλων, την απόφαση να μπαρκάρουμε με τον φίλο μου τον Φάνη και την ακύρωση του ρεσάλτου επειδή ο πατέρας μου κινδύνεψε από πνευμονική εμβολή, τη δολοφονία του Λαμπράκη, τα κυνηγητά της άνασσας από την Αμπατιέλου, τον Πιπινέλη πρωθυπουργό, τη λήξη της οκταετίας Καραμανλή και τη σύρραξη στην Κύπρο χριστουγεννιάτικα.
Επίσης το κινηματογραφικό φιλί προς μία Δήμητρα που ανέτρεψε την πεποίθησή μου πως οι άντρες προέρχονται από το σπαστό έντομο, τον μάντη, και οι γυναίκες δεν έχουν σπλάγχνα, αλλά το εσωτερικό τους ομοιάζει με μια λόχμη θαλάσσιες ανεμώνες που κλείνουν όλες μαζί όταν σε απορρίπτουν, και τα άνθη τους μετεωρίζονται στην εσωτερική τους θάλασσα όταν προσποιούνται πως σε θέλουν.
Επίσης, τον Σεπτέμβριο, άρχισα να καπνίζω πυρετωδώς και το δισάκι μου επληρώθη ποιημάτων, φτάνοντας ο κάλπης σε 17 τεμάχια ημερησίως δύο φορές, 13 Σεπτεμβρίου και 28 Δεκεμβρίου.
Έσχατο των ημερών, η ανακάλυψη ενός εξέχοντος προσώπου ονόματι Γιώργου Σαββίδη που μου άλλαξε το φιδοπουκάμισο σε πέτσινο μπουφάν για Χάρλεϊ.
Για τους φιλόλογους ήξερα δύο οικογένειες πραγμάτων στα 15 μου. Σταρδέλη, Παπαευαγγέλου, Αθανασιάδης και αργότερα Ελευθεριάδου, Γεροντίδης και Μάνος ως διδάσκοντες. Η δεύτερη φαμίλια ιδεών ήταν η πεποίθηση πως υπήρχαν, σπάνιοι αλλά ευδιάκριτοι, «γεροί φιλόλογοι». Και η έκδοση του πρώτου τόμου των έργων του Καβάφη, ολόκληρου υπό γαιωδών χρωμάτων καταληψία, το εξώφυλλο με καφετί ιχνογράφημα σε πικρόν ταμπά κάμπον, ενώ το περιεχόμενο παρέπεμπε στην πιο δραστική σέπια που μπορούσε να εκβάλει συσκευή: χλομές υποκίτρινες σελίδες και τυπογραφία γραμμάτων στο χρώμα ενός κάποτε πράσινου βλαστού που ξύλιασε και σκούρηνε από το χιόνι. Και βέβαια, τα βραχέα υπομνήματα και τα σχόλια του Γιώργου.
Ο πρώτος τόμος του Καβάφη κυκλοφόρησε Αύγουστο του 1963 και υπήρξα συνδρομητής των Εποχών ήδη από τον Μάιο. Ε, μπορεί να φανεί εξεζητημένο και απίστευτο, αλλά τις συνεργασίες Σαββίδη στους «Αφορισμούς» του Μπρακ και στο θρυλικό «Κάτω από το δέντρο του μπαμπού» δεν τις συνδύασα παρά πολύ αργά με τον επιμελητή της έκδοσης Καβάφη. Τόσο στούρνος και εμμανής υπήρξα.
«Φιλόλογος» κατ’ εμέ ήταν ένας γερός φιλόλογος που ήταν σε κόντρα με έναν άλλο γερό φιλόλογο που επιχειρηματολογούσαν για Σολωμό και Παλαμά. Επίσης από ειδικά περιοδικά, ωσάν τα Ελληνικά, τον Νέο Ελληνομνήμονα και ό,τι έβρισκα από Γεώργιο Χατζιδάκι, Σάθα, Κεραμόπουλλο και Ρωμαίο, με ενοχλούσε η ύπαρξη παραπάνω λογίων απ΄όσους όχι η χώρα, αλλά ολάκερη η Ευρώπη δύσκολα χωρούσε. Κι όταν ξεφύλλισα έργο του Σπύρου Μελά ονόματι Ελληνική Λογοτεχνία, σκέφτηκα στα σοβαρά να επιστρέψω στα προσφιλή λειτουργήματα του γεωπόνου ή του ναυτικού που παιδιόθεν κιαλάριζα. Για ένα ιστορικό ή φιλόλογο, η λέξη «λογοτέχνης» ήταν εις τον πάτον της εικόνας. Πολύ αργότερα άρχισε η μάκινα έργων του τύπου «Η τάδε πόλη στην πεζογραφία του δείνα» που βέβαια, αφορούσε την δισιπλίνα των αγρονόμων-τοπογράφων.
Βεβαίως οι Εποχές περιείχαν φιλολογικά ουκ ολίγα, αλλά απέκτησα πρόβλημα χοντρό, διότι ο Σαββίδης δεν φιλολογούσε με τον διδακτικό τρόπο των συναδέλφων του ο οποίος ήταν τόσο καταστρεπτικός, ώστε εκατομμύρια λέξεων συνέθεσα χωρίς να γνωρίζω τι εστί κατηγορούμενο. Μετά από χρόνια, πλήθυναν οι φιλόλογοι που λογοτέχνιζαν. Κι αυτό το ξεπέρασα,καθώς οι συνομήλικοί μου προφανώς καίγονταν να θεωρηθούν συνεχιστές, ανατροπείς ή βελτιωτές παλαιοτέρων γενεών.
Η συμβολή της Λένας και του Γιώργου στον Ταχυδρόμο και σε άλλα ακρωνύμια του εκδοτικού χώρου, αλλά και οι γυναίκες που πέραν του δέρματός των έσειαν θαλάσσια ανεμώνη που αντικαθιστούσε όλα τα όργανα και τις ορμόνες τους έφεραν, χρόνια μετά το 1963, μια προσέγγιση που δεν επιζήτησε κανένας, αλλά ήταν επιλογή δωρεάς προς τους φίλους μου της εποχής. Η ύπαρξη του Σαββίδη στις σπουδές τους ήταν παραπάνω από ουσιαστική κι όταν άρχισε να ωριμάζει η ιδέα μιας περιοδικής έκδοσης που αργότερα βαφτίστηκε Τραμ, η ύπαρξη έγινε και σωτηριώδης.
Γνώρισα τη Λένα και τον Γιώργο στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μαζί με πλήθος θαλάσσιες ανεμώνες της εποχής, είχα βγάλει ένα βιβλίο με περισσότερα τυπογραφικά σφάλματα κι από κόμματα ή τελείες κι όπως γίνεται συχνά, επειδή δεν λογοτέχνιζα μετ’ εντελείας αλλά αφιερώθηκα στις αρχαιογνωστικές περιοδείες, θεωρούσα ήδη πορφυρό μανδύα κοσμημένο με ερμίνες με τον οποίο είχα πρόσβαση στους ανθρώπους αυτούς, με τους οποίους ουδέποτε αντάλλαξα απόψεις επί του λογοτεχνικού επιστητού. Ήταν αρκετό που οι μισοί «διάσημοι» με θεωρούσαν καμποτίνο και οι άλλοι μισοί άδειο κλουβί προσμένοντας την ώρα της φωτιάς.
Με τον Γιώργο, έμαθα να ρωτάω, διότι δεν απαντούσε συστημικά: με έβαζε σε ένα δωμάτιο με καθρέφτες και μαύρες τρύπες. Καθώς ήταν σύνηθες να αλλάζω περιβάλλοντα και να συναντώ τον Σβορώνο, πολλούς Γάλλους της Εκόλ Πρατίκ, τους Μουρέλους, τους απλόχωρους λογοτέχνες, συνθέτες και ταηκούνους που σφράγιζαν τον μεταπόλεμο οριστικά, όσο κι αν επόπτευα χώρους και τεχνικές, γινάτια και λαμπερούς τηλαυγείς φάρους, όχι, σαν τη χάρη του δεν αντάμωσα άλλη.
Θυμάμαι όλες τις συνομιλίες μας και ελάχιστες απίθωσα με σεβασμό στο χώμα. Νομίζω πως είναι δεκάδες τα πρόσωπα που άγγιξε η επιρροή του, και παρεκτός τους επαγγελματίες της βάναυσης κακογλωσσιάς, ο Σαββίδης ανανέωσε τη φιλολογική τεχνική, καθώς γνώρισε ανθρώπους επιφανείς που τον εμπιστεύτηκαν, κι όποιος δεν άκουσε μάθημά του, έχει χάσει το σύνθημα για να ανοίξει το σχετικό σπήλαιο.
Να επαναλάβω πως αισθανόμουνα ντροπή που ήταν τόσο δεκτικός μαζί μου. Αισθάνομαι χάλια που άνθρωποι ωσάν τον Γιώργο έζησαν λιγότερο από μένα. Ευτυχώς το δραστικό, Δημοκρίτειο χαμόγελό του έχει διατηρηθεί στον εγγονό του που έτυχε να γνωρίσω.
(Όλες οι φωτογραφίες είναι από τη σελίδα «Φίλοι του Γ.Π. Σαββίδη»)