Τον πήρε κουτάβι, ένας γλυκύτατος κόπρος ήταν που τον χάρισε στον πατέρα κάποιος γνωστός του. Το μικρό αυθαίρετο σπίτι κτισμένο, εν μια νυκτί σχεδόν, όπου στέγασε την οικογένειά του, γυναίκα και δύο μικρά παιδιά, έπρεπε κάπως να προστατεύται σ΄ εκείνη την ερημιά. Χρήματα δεν υπήρχαν για μια στοιχειώδη περίφραξη του οικοπέδου, έναν μαντρότοιχο έστω που να το οριοθετεί. Όλες οι οικοινομίες, όσα ελάχιστα είχαν με θυσίες συγκεντρωθεί, ξοδεύτηκαν για το κυρίως κτίσμα. Ένα δωμάτιο, μία κουζίνα και ο απαραίτητος εξωτερικός καμπινές ή «μέρος» αποτελούσαν εν συνόλω το τσαρδί. Το κομπόδεμα δεν έφτανε για περαιτέρω. Άλλωστε οι δόσεις για την αγορά του εκτός σχεδίου αγροτεμάχιου έτρεχαν, δεν είχαν εξοφληθεί ακόμη τα γραμμάτια. Τι να σου κάνει κι ο πατέρας με δύο χέρια, πώς να τα βγάλει πέρα; Ήμουν μωρό ασαράντιστο όταν μετακομίσαμε άρον άρον στο δικό μας σπίτι, το υγρό και παγωμένο, στα μέσα Φλεβάρη του ΄56. Είχαμε επιτέλους το δικό μας «κεραμίδι». Αλλά με μόνη θέρμανση το μαγγάλι με την πυρήνα, σύντομα αρρώστησα από βρογχοπνευμονία. Έτσι δέχτηκα και τις πρώτες ενέσεις πενικιλλίνης. Φτώχεια καταραμένη.
Αρχικά του δώσαμε το όνομα Τζίμ. Από συνήθεια μάλλον, παρά από ευκολία, επικράτησε να τον φωνάζουμε όλοι Τζίμη. Φύλακας πιστός ο Τζίμης μεγάλωνε στην αυλή μας με τους λίγους ασπρισμένους τενεκέδες τους φυτεμένους λουλούδια, το αγιόκλιμα και την πασχαλιά. Αλλά ούτε λόγος να περάσει το κατώφλι του σπιτιού. Υπήρχε το δικό του αυτοσχέδιο κουβούκλιο. Την τροφή του αποτελούσαν βεβαίως ξεροκόματα βουτηγμένα σε κάποιο υπόλοιπο σάλτσας και τα καθημερινά δικά μας αποφάγια. Αξίζει να θυμίσουμε ίσως, ότι τα οικόσιτα ζωντανά σκύλοι και γάτες, τότε στην δεκαετία του ΄50 όπως και τα αμέσως επόμενα χρόνια, εκτελούσαν μια συγκεκριμένη αποστολή και για τον λόγο αυτόν τριγύριζαν στα πόδια μας. Θέλω να πω ότι δεν είχαν αξιωθεί στον κόσμο της εργατιάς τουλάχιστον, της μεταγενέστερης αναβάθμισής τους. Και σε σε καμία περίπτωση δεν ήταν, τότε ακόμη, ισότιμα μέλη της οικογένειας με όλες τις γνωστές περιποιήσεις και τα χάδια, όπως πολύ σωστά συμβαίνει τώρα πλέον. Στην διάρκεια της ημέρας λοιπόν, αν και ήταν ελεύθερος ο Τζίμης να κόβει βόλτες, σπάνια απομακρυνόταν πολύ. Πάντως, όταν με το σούρουπο επέστρεφε, ήξερε ότι τον περιμένει η αλυσίδα του – για το θλιβερό σχοινί του σκύλου θα μιλήσουμε παρακάτω. Τις νύχτες παρέμενε αγόγγυστα δεμένος εκτελώντας το καθήκον του σ΄ εκείνη την ερημιά. Γαύγιζε στον παραμικρό ύποπτο θόρυβο, άλλοτε γρυλίζοντας υπόκωφα ως προειδοποίηση κι άλλοτε ουρλιάζοντας μανιασμένα. Υπήρχε και το κοτέτσι της μητέρας, συν τοις άλλοις, που έπρεπε να προστατευθεί από ανεπιθύμητους θηρευτές, ξεθαρρεμένες αλεπούδες κυρίως.
Ο Τζίμης μεγάλωνε μαζί με μένα, ήμασταν συνομήλικοι. Και φίλοι σπουδαίοι. Αχνά τον θυμάμαι, πολύ λίγο, ελάχιστα. Μια εικόνα μου έρχεται περισσότερο στον νου. Φορώντας τις πυτζάμες μου να τον χαϊδεύω με το ένα χέρι, ενώ εκείνος, κουνώντας χαρούμενος την ουρά να εποφθαλμιά την φέτα του ψωμιού, την αλειμμένη με βούτυρο που κρατούσα με το άλλο για πρωινό. Ώσπου στο τέλος θυμάμαι, βρήκα την ευκαιρία και κρυφά εννοείται από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας την πρόσφερα οικειοθελώς. Πρέπει να ήμουν τριών χρόνων περίπου, όταν συνέβη το ατύχημα. Μια μέρα ήλθε πίσω από την βόλτα με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Τον είχε κτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο. Το δεξί του μερί ήταν πολύ άσχημα γδαρμένο. Παρά τα γιατροσόφια και τις αλοιφές η πληγή δεν έλεγε να κλείσει για καιρό. Οι δικοί μου άρχισαν να ανησυχούν, όχι τόσο για την υγεία του σκύλου, αλλά επειδή, παρά τις αυστηρές παρατηρήσεις τους, εγώ συνέχιζα να παίζω μαζί του και να τον αγκαλιάζω σε κάθε ευκαιρία. Περισσότερο μάλιστα από πριν μιας και ήταν χτυπημένος και τον συμπονούσα. Ούτε να με τιμωρήσουν μπορούσαν λόγω ανυπακοής. Ήμουν πολύ μικρός για να καταλαβαίνω από νουθεσίες, από τα «πρέπει» και τα «μη» των μεγάλων.
Ο πατέρας μου αγχώθηκε ιδιαίτερα καθότι ήμουν η κρυφή αδυναμία του. Φοβόταν πολύ μήπως αρρωστήσω εξ αιτίας του σκύλου. Υπήρχε μεγάλη άγνοια και προκατάληψη τα χρόνια εκείνα. Ιστορίες φρικιαστικές κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στις λαϊκές γειτονιές σχετικές με ανθρώπους που κόλλησαν εχινόκοκκο ή έπαθαν λύσσα από τα προσφιλή τετράποδα τα οποία, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, δεν τύγχαναν ούτε του στοιχειώδους εμβολιασμού. Για έκτακτες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα το αιφνίδιο και συνάμα απρόκλητο δάγκωμα από ύποπτο στην συμπεριφορά ή την εμφάνιση σκύλο, υπήρχε το Δημόσιο Λυσσιατρείο. Κι ας μη λησμονούμε βεβαίως τον περιβόητο «μπόγια». Περνούσε μια στο τόσο με την κλούβα και μάζευε τα αδέσποτα σκυλιά, με την γνωστή σε όλους μας κατάληξη των αθώων κοπριτών. Των γλυκύτατων τετράποδων με την χαρακτηριστική αφοσίωση στον αφέντη τους.
Με βαριά καρδιά τσουβάλιασε τον Τζίμη, τον έδεσε στην σχάρα του ποδηλάτου και τον μετέφερε στις Τρεις Γέφυρες, μια διόλου ευκαταφρόνητη απόσταση από το πατρικό. Του πέταξε ένα ξύλο μακρυά για να τον ξεγελάσει, ότι δήθεν θα άρχιζαν το παιχνίδι. Μόλις απομακρύνθηκε προς αναζήτηση του ξύλου ο Τζίμης, καβάλησε το ποδήλατο κι εξαφανίστηκε. Κατά την επιστροφή του μάλιστα έκανε ορθοπεταλιά για να απομακρυνθεί, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το σημείο της εγκατάλειψης. Πίστευε πως έτσι θα έχανε ολότελα την μυρωδιά του ο αποδιοπομπαίος μούργος και άρα κάθε δυνατότητα να τον ακολουθήσει. Μάταιος κόπος. Όταν επέστρεψε πίσω, αντίκρυσε με έκπληξη τον πιστό σκύλο να να τον περιμένει. Είχε προηγηθεί, βρισκόταν ήδη στο σπίτι μας και χαρούμενος του κουνούσε όπως πάντα την ουρά. Μετά από λίγες ημέρες επανέλαβε το εγχείρημα. Αυτή την φορά τον άφησε σε ακόμα μεγαλύτερη απόσταση, έφτασε μέχρι το Ροσινιόλ. Μα δε βαριέσαι, ο αφοσιωμένος Τζίμης παρότι σακατεμένος, επέστρεψε και πάλι πίσω πριν από εκείνον. Βρέθηκε σε αδιέξοδο. Κατάλαβε πως δεν θα ήταν και τόσο απλό να τον ξεφορτωθεί. Αλλά δυστυχώς δεν παραιτήθηκε της προσπάθειας. Σίγουρος ότι αυτή η συνύπαρξη, εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για τον νεαρό βλαστό του, ήταν αποφασισμένος πάση θυσία, να τον ξαποστείλει οριστικά.
Έτσι πήρε την μεγάλη απόφαση. Είμαι σίγουρος εκ των υστέρων, ότι του στοίχιζε πολύ μα δεν έκανε πίσω. Είχε δημιουργήσει από μόνος του το δίλημμα, το παιδί μου ή το σκυλί μου. Και η πλάστιγγα έγειρε αναμφισβήτητα προς το μέρος του παιδιού. Ο Τζίμης έπρεπε λοιπόν να θυσιαστεί. Ανεξήγητο είναι γιατί πήρε μαζί του και έκανε συνένοχο στην αποτρόπαια πράξη του, τον μεγαλύτερο αδελφό μου, ένα παιδί μόλις οκτώ χρόνων. Οδήγησαν τον άτυχο σκύλο στο ρέμα της περιοχής, ένα παραπόταμο του Ποδονίφτη που κατέβαινε από την Πάρνηθα, πίσω ακριβώς από το νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου. Μεγαλώνοντας αργότερα θα γινόταν ο απαγορευμένος τόπος εξερεύνσης και παιχνιδιού όλων σχεδόν των παιδιών της νεοσύστατης γειτονιάς. Εκεί υπήρχε ένα γεφύρι, αρδευτικό κανάλι μάλλον μιας άλλης εποχής, πλάτους ενός μέτρου, αλλά σε αρκετό ύψος από την ξερή κοίτη, περισσότερο των δέκα. Έκανε μια θηλιά με το σχοινί που είχε φέρει και το πέρασε στο λαιμό του σκύλου. Εκείνος υπάκουος, μη αντιλαμβανόμενος τι σκαρώνει σε βάρος του ο αφέντης, το δέχτηκε. Με μια βίαιη κίνηση έσπρωξε τον Τζίμη στο κενό. Το μικρό αγόρι από δίπλα του πρόλαβε να φωνάξει έντρομο: «Μη πατέρα». Ευτυχώς το σχοινί ήταν παλιό και φθαρμένο, δεν άντεξε το βάρος κι έσπασε. Ακούστηκε ένας γδούπος από το σώμα του ζωντανού που έσκασε σαν πέτρα επάνω σε κάτι σχίνα. Την επόμενη στιγμή ο σκύλος με την θηλιά στον λαιμό κι ένα κομμάτι από το σχοινί να σέρνεται, πετάχτηκε όρθιος και το έβαλε στα πόδια, εξαφανίστηκε μέσα στην κοίτη. Ήταν τυχερός!
Για μέρες τον αναζητούσα. Πήγαινα στο σημείο όπου τον δέναμε στην αυλή. Το κουβούκλιο ήταν έρημο και άδειο. Δίπλα είχε ξεμείνει ο μικρός πάσσαλος και η αλυσίδα που τον δέναμε. Και τα σημάδια του επάνω στο χώμα, παντού εκεί γύρω. Ο Τζίμης δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Ίσως να κατάλαβε από ένστικτο ότι είναι πλέον ανεπιθύμητος. Μπορεί και να ένιωσε ξεκάθαρα την απειλή, τον κίνδυνο που διατρέχει αν τυχόν επιστρέψει. Ποιος ξέρει; Κάποτε, μετά από χρόνια, έμαθα όλη την αλήθεια. Γέμισα ενοχές. Εγώ ήμουν η αιτία λοιπόν, έστω και άθελά μου, που χάθηκε ο φίλος μου. Όλα έγιναν για το καλό μου, έτσι μου έλεγαν. Δεν άκουγα καμία δικαιολογία. Έκανα εχθρούς τον πατέρα και τον αδελφό μου. Θα έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος τρόπος για την υποτιθέμενη προστασία μου. Και σίγουρα όχι αυτός.