Αληθεύει πάντως πως η ποίησις με επισκέπτεται πολύ αραιά, και είναι αγενής. Μήτε μια ψαροκροκέτα στα χέρια, μήτε ένα υαλουρονικό κατσαβίδι στα χεράκια της. Και τα τυροπιτάκια που με τρατάρει, λύσσα στο αλάτι.
Παλαιότερα, που ήρχονταν τακτικά, έβγαζε καλούδια από το ταγάρι της. Τώρα, το τσαντί είναι μποχό και δεν χωράει μήτε γεμιστήρι κινητού.
Την υποδέχομαι αβρά, τρέμοντας λιγάκι. Ωστόσο, παρά την συγκίνησι, προσέχω την αδημονία της ώσπου να της προσφέρω καφεδάκι τούρκικο σκέτο, με μια ιδέα ταχίνι στη μύτη του κουταλιού.Και δεν αποχωρίζεται τον γυλιό, κεραμεούν και φαύλον, ωσάν του Τσακαλώτου που τον έχει δίπλα της, επίμονα, εμμονικά, σαν πεποίθηση συριζαίου κοψοχέρη.
Ρίχνει την ίδια αδιάφορη ματιά στην Πινακοθήκη με το γνωστό θεματολόγιο. Και δεν μιλάμε όπως παλιά.
Φεύγοντας, δεν έχει φιλήματα αέρος και «τα λέμε» πριν την καταπιεί το ασανσέρ. Απλώς αφήνει διακριτικά στο στρώμα ένα πακετάκι από τον γυλιό της. Είναι χονδρό αλάτι. Αυτό με παρηγορεί. Θυμάται λοιπόν πως πάντα προτιμούσα το αλάτι από τον χρυσό.
Τώρα που χάθηκαν όλα, δεν χάθηκε τίποτε.