Γκρίζα μέρα.
Απέναντι το νεκροταφείο.
Ταχείας Κυκλοφορίας δρόμος που μοιάζει να ρίχνει τα γκάζια για τους πεζούς.
Κόσμος περνάει την διάβαση και χάνεται στον δρόμο. Από πάνω ένα βουνό. H ιερή μονή να ορθώνεται.
Κλουβάκια με χήνες και κότες και λαγουδάκια. Η δυσοσμία είναι έντονη. Τα βλέπεις τα ζωντανά που προσπαθούν να ζήσουνε μέσα σε σιδερένια κλουβιά. Σκέφτομαι να τα αγοράσω όλα και να αρχίζω να τα αμολάω στα χωράφια. Σκέφτομαι το λουτρό αίματος. Ταχείας Κυκλοφορίας δρόμος.
Τίποτα δεν είναι πιο φθηνό στο παζάρι παρά ο χρόνος. Σου δίνεται στην τελευταία του πτώση και στην πιο πενιχρή του εκδοχή. Πρόσωπα σκασμένα, ρυτίδες σαν σκιές και ατσαλένια χέρια, λευκές τρίχες το σκάνε από το πρόσωπο, από το στέρνο, από τα λειριά και τα λοφία.
Μπουφάν δύο ευρώ και σεμέν πέντε. Άλλα δύο ευρώ ένα καλό σουβλάκι. Στη ψησταριά γυναίκες. Στο τύλιγμα γυναίκες. Γυναίκες στο ταμείο. Οι μεγάλοι σεφ δεν έχουν δουλέψει πάνω από την τσίκνα αυτή και δεν ξέρουν το κρέας, δεν το γνωρίζουν, τι νόστιμο είναι.
Ακούγεται Παντελής Παντελίδης σε όλο το παζάρι. Σαν ψαλμός πίσω από τους πάγκους, τις ψησταριές και τα κλουβιά. Την ίδια ώρα γίνεται το συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη. Αν διπλώσεις τον χάρτη το παζάρι θα πέσει πάνω στην πορεία. Τα σουβλάκια είναι τα ίδια με άλλη ονομασία. Μην κλείνουμε τα μάτια. Και εδώ σημαίες και φρονήματα θα βρεις.
Οι Ρομά έχουν απλώσει χαλιά και σακιά με πατάτες στο δρόμο έξω από το παζάρι. Πάντα εξωθεσμικοί. Οι γυναίκες με παντούφλες δίπλα στους άντρες τους. Όλοι πίνουν φραπέ σε πλαστικά ποτήρια και καπνίζουν.
Μόλις πιάσει η μαυρίλα του ουρανού να πυκνώνει, αρχίζουν να μαζεύουν τα πάντα. Μένουν σκουπίδια και χρυσόσκονη.
Το νεκροταφείο εκεί.
Το ταμείο βγήκε μείον.