Δυο κορίτσια τότε από την γενιά των 700 ευρώ. Δεν είχε μπει σε εφαρμογή το μέτρο. Θα σας δίνω τόσα, αλλά θα λέτε ότι παίρνετε τόσα. Τα γνωστά. Τα “τόσα” που τους έδινε, στην πραγματικότητα ήταν αρκετά. Μπορούσαν να ζουν άνετα, είχαν και τα αγόρια τους να βοηθάνε. Λίγο σπάταλες, τώρα που το σκέφτομαι, η δουλειά αρκετά μακριά από το σπίτι, φαγητό έξω, ένα φρεσκάρισμα το μαλλί, λίγο τα νύχια, λίγο το παραμυθάκι του σεξ εντ δε σίτυ. Μασάζ, σολάριουμ, ξαπλώστρα ρεζερβέ, μην τα πολυλογώ μεροδούλι – μεροφάι. Το μόνο που τις ζόριζε δηλαδή ήταν αυτό το μεσημεριανό μπάνιο. Έπρεπε να γυρίσουν στη δουλειά για την απογευματινή βάρδια. Λίγο η άμμος, λίγο τα λάδια, δεν ήταν και η καλύτερη εικόνα για πωλήτριες. Όμως κανέναν δεν τον χάνει ο Θεός. Ένας κύριος με κύρος (θα λέω ονόματα όπως οι σπείρες στα τηλέφωνα), ο “Γκούφυ” λοιπόν, είχε καρέκλα δερμάτινη και τσάντα δερμάτινη και μια μερσεντές με κονσόλα δερμάτινη κι ένα δερμάτινο μπρελόκ με ένα μάτσο κλειδιά. Σε ένα καφέ της γειτονιάς έβγαλε αυτό το κλειδί και τους το έδωσε. Είπε ότι δεν γνωρίζει κανείς γι’ αυτή τη γκαρσονιέρα, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του, ούτε κανείς. Ήταν δυο δρόμους πάνω από τη δουλειά. Να πηγαίνετε να πλένετε τα πόδια σας, να ξεκουράζεστε.
Για το αυτό το δώμα όμως γνώριζε και ο “Μίκυ”. Ο “Μίκυ” είχε ακόμα μεγαλύτερη καρέκλα και το μπρελόκ του είχε τα κλειδιά όλης της πόλης. Ένα μεσημέρι γύρισε η κλειδαριά, ακούστηκαν τακούνια και πίσω τους πιο βαριά βήματα. Τα κορίτσια έμειναν στην κουζίνα. Όμως έβλεπαν από μια γρίλια τι γινόταν στη σάλα. Αχ η κοπέλα που μπήκε ήταν μια καθωσπρέπει κυρία της γειτονιάς που την ήξεραν καλά, ντυμένη με ρούχα που δεν πρόλαβαν να δουν τα κορίτσια μιας και ο “Μίκυ” της τα έβγαζε γρήγορα με λύσσα, κι εκείνη σαν από φτηνό πορνό είχε αρχίσει τα βογκητά πριν καν την αγγίξει. Είχε στήθος λευκό και βαρύ, ένα κορμί δουλεμένο σαν αγρότισσα με πολύ δυνατά χέρια που τον κρατούσε από το πρόσωπο λες και ήτανε γιος της που γύρισε απο ορκομωσία. Η κυρία φορούσε κανονική κιλότα λίγο διάφανη που δεν χρειάστηκε καν να βγάλει, όπως δεν έβγαλε και ο άλλος τελείως το παντελόνι. Τους βρήκε ο έρωτας, αυτή καθισμένη πάνω του και αυτός να ρουφιέται και να γέρνει πίσω ενώ αυτή είχε αναλάβει τη βρωμοδουλειά, το πάνω – κάτω δηλαδή. Αυτός γαμούσε ολοφάνερα με το μυαλό, αφού τα μάτια του ήταν κλειστά και μόνο βρισίδια έβγαιναν από το στόμα του ενώ το χέρι του μηχανικά την χτυπούσε στα πισινά σε λίγο κόντρα τέμπο, και πολύ σύντομα αυτή έδειχνε στο πρόσωπο να πονάει και μετά να γελάει και να βγάζει ένα βαθύ ήχο και αυτός δεν άντεξε, ήρθε το κορμί του και τέντωσε και φάνηκαν οι φλέβες στο λαιμό και μια φωνή που προσπαθούσε να καταπιεί, πρόδωσε το δικό του τέλος. Η “Νταίζυ” συνέχισε λίγο πιο αργά την ίδια κίνηση, ενώ το έμβολο είχε βγει από μέσα της ηττημένο. Αντάλλαξαν φιλιά και χαμόγελα. Ντύθηκαν όπως – όπως. Με χέρια που δεν έπλυναν καν, ξαναβγήκαν γυρίζοντας το κλειδί.
Φυτά στο πίσω μπαλκόνι. Σάιλεντ πάρτυ και στο σαλονάκι. Ο “Γκούφυ” έπινε αρκετά, είχε πάντα κάποια “Νταίζυ” για παρέα αλλά τραγουδούσε το “Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει”. Όλα αυτά κάτω από τη μύτη της γειτονιάς. Πόσο ξεκουραστήκανε τα κορίτσια σε αυτό το σπίτι, δεν λέγεται. Ήταν μια εποχή επανάστασης, όλοι απεργούσαν, ούτε ταξί ούτε Μέσα Μεταφοράς ούτε τίποτα. Τα κορίτσια είπαν πως θα έμεναν “στο σπίτι μιας φίλης” για να αποφύγουν την ταλαιπωρία του πάνω – κάτω. Να μια καλή ευκαιρία να μαζευτούν οι ήρωες. Και στρώθηκαν καναπέδες. Και πολυθρόνες σπαστές και μια στρωματσάδα στο παρκέ πίτσες και μπίρες κουτάκια και πυτζάμες 60πλας και στο δεύτερο κουτάκι αρχίζει σόλο ο “Γκούφυ”, Θα σου δώσω πλούτη κι αν γυρέψεις, μη με διώχνεις θα με καταστρέψεις, πάρε με στα χέρια σου, τ’ άσπρα περιστέρια σου η καρδιά μου μ’ άλλην δε σ’ αλλάζει.
Το πρωί τα κορίτσια στο κουζινάκι χτυπούσαν νεσκαφέ με κουταλάκια και οι άντρες στο σαλόνι γελούσαν, ότι έμοιαζε ο ήχος με κουδούνι από κοπάδι πρόβατα, και τα κορίτσια γελούσαν με τους άντρες που πάντα κρύβουν μεσα τους λίγη επαρχία και… Και Τάκα, τάκα, τάκα τα κουταλάκια Ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι τα κουδουνάκια Ώπα! Ντριν! Το κουδούνι! Δεν αναπνέει κανείς. Μια σκιά στη τζαμένια πόρτα, και μια γυναικεία φωνή… Ανοίξτε, σας ακούμε! Ήρθαμε για την απογραφή. Κι έλειπε εκείνη η κυρία απο τη βίλα των οργίων να πεταχτεί τυλιγμένη με το σεντόνι να πει… Μα τι σκάνδαλο!