Με ρώτησε περί τίνος πρόκειται και γιατί είχα ζητήσει να τον συναντήσω. Αντί άλλης απαντήσεως έβγαλα από το σακίδιο ένα βιβλίο με τον τίτλο «Στρατηγού Μακρυγιάννη – Απομνημονεύματα» και το απόθεσα μπροστά του. Το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε και αμέσως μετά σχολίασε: «Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον!». Ακολούθησαν κάποιες διευκρινιστικές κουβέντες για το πώς θα ήθελα να διαβαστεί και η συμφωνία μας έκλεισε. Πριν αποχωρήσω ένοιωσα την ανάγκη να τον ενημερώσω για το ύψος της αμοιβής του. Με διέκοψε λέγοντάς μου πως όλα έχουν καλώς και ότι του έφτανε να ξέρει αν το ποσόν που θα εισπράξει θα είναι το ίδιο με αυτό που σε προηγούμενες παραγωγές είχαν εισπράξει οι συνεργάτες μου. Τον διαβεβαίωσα πλην, όμως δεν γνώριζε ούτε στο περίπου το ύψος των αμοιβών, ούτε και ζήτησε να τον πληροφορήσω, σχετικώς…
Αρχές της Άνοιξης του 2012 και ο Τζιμάκος στα καλύτερά του. Την συγκεκριμέννη ημέρα και ώρα που είχαμε ορίσει κατέφθασε φουριόζος στο στούντιο ηχογράφησης του Βαγγέλη Κυριαζή. Το όλο εγχείρημα ήταν εξωτερική παραγωγή της ΕΡΤ για το Τρίτο Πρόγραμμα. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και σε λίγο μπήκαμε στο στούντιο για ν’ αρχίσει η ηχογράφηση. Ξεκίνησε να διαβάζει με πολλά σαρδάμ είναι η αλήθεια. Κάθε τρεις και λίγο τον διέκοπτα για να επαναλάβει την φράση. Ως γνωστόν είναι από τα πλέον δύσκολα κείμενα τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού. Όχι μόνο λόγω της γλώσσας, αλλά και του συντακτικού. Το θέμα της στίξης, κάτι που απουσίαζε ολοσχερώς, το φρόντισε όσο μπορούσε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο επιμελητής τους. Υπενθύμισα στον Τζίμη ότι καλό θα ήταν να ρίχνει καμιά ματιά στο παρακάτω για πρακτικούς λόγους. Κάτι που θα διευκόλυνε τον ίδιον, αλλά και οικονομία χρόνου θα κάναμε. «Αυτό ξεχασέ το» μου απάντησε κατηγορηματικά και συμπλήρωσε: «Δεν θέλω να σου υποσχεθώ πράγματα που δεν θα κάνω. Εσύ να με διακόπτεις όσες φορές θέλεις. Κι αν κάτι δεν σου αρέσει είμαι πρόθυμος να το επαναλάβω ξανά και ξανά. Μην περιμένεις, όμως να σου έλθω διαβασμένος». Δεν το σχολίασα, υποτάχτηκα στην μοίρα μου και συνεχίστηκε η ανάγνωση.
Μικρό το κακό σκέφτηκα. Το σημαντικότερο, το ύφος του ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα, κάτι στο οποίο συμφωνούσε και ο ίδιος. Αποστασιοποιημένο, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις ή κάποιο χρωμάτισμα της φωνής.
Άλλωστε αυτός ήταν και ο βασικός λόγος της επιλογής μου. Δεν ήθελα επ’ ουδενί να διαβαστούν τα «Απομνημονεύματα» από επαγγελματία ηθοποιό, ας ήταν κι ο καλύτερος. Η εκφορά του λόγου έπρεπε να πλησιάζει το ακατέργαστο της πηγαίας γραφής του Μακρυγιάννη. Κι αν ήταν δυνατόν, η προσωπικότητα του αφηγητή να έχει μιαν στοιχειώδη συγγένεια με αυτήν του Στρατηγού.
Αξίζει να ομολογήσω εδώ, πως η περίπτωση του Τζίμη Πανούση ήταν η τρίτη και ίσως η καλύτερη επιλογή μου. Είχε προηγηθεί μία απόπειρα με τον Ευγένιο Σπαθάρη, η πρώτη. Δεν ευδοκίμησε για πρακτικούς λόγους. Παρά την προπαρασκευή και την μεταφορά εξωτερικού συνεργείου της ΕΡΤ επί τόπου στο σπίτι του στο Μαρούσι, ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης, ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης του Θεατρού Σκιών ήταν ήδη πολύ μεγάλος στην ηλικία, δεν μπορούσε να τα καταφέρει. Επιπλέον αρνείτο πεισματικά να φορέσει γυαλιά πρεσβυωπίας. Η απόπειρα απέβη άκαρπη, ήταν κανονικός τραγέλαφος. Ο Σπαθάρης διάβαζε στο περίπου και ότι καταλάβαινε από τα συμφραζόμενα. Για μία σελίδα ιδρωκοπήσαμε κι εμείς κι εκείνος, επί μία ολόκληρη ώρα. Και στην συνέχεια για το μαντάζ, για ένα στοιχειώδες σουλούπωμα, απαιτήθηκαν τρεις ώρες. ‘Ηταν ολοφάνερο πως ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια. Μετά από καιρό σκέφτηκα τον Διονύση Σαββόπουλο. Δέχτηκε και κάναμε έναν δοκιμαστικό πιλότο. Διάβαζε καλά, στο δικό του ύφος, αλλά αυτό δεν με πείραζε και τόσο. ‘Ενοιωθα ενθουσιασμένος στην ιδέα μιας συνεργασίας με έναν τόσο σημαντικό καλλιτέχνη, με έναν από τους μύθους της δικής μου γενιάς. Συν το γεγονός ότι με είχε συμπτωματικά ξεχωρίσει και ήταν εκείνος που πρώτος με αναζήτησε με αφορμή μια σειρά Μεγαλοβδομαδιάτικων εκπομπών μου στο Τρίτο, «ΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΤΘΑΙΟΝ» στην μετάφραση του Ντίνου Χριστιανόπουλου που τον είχαν ενθουσιάσει ως ακροατή. Πρότεινε λοιπόν στον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον τότε Γενικό Διευθυντή της ΕΡΑ, να επιμεληθώ προσωπικά τις αναγνώσεις, που πολύ θα ήθελε να κάνει, κάποιων διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για το Τρίτο Πρόγραμμα. Εκείνος του είπε ότι διακαής μου πόθος ήταν να μου διαβάσει τον Μακρυγιάννη, κι όσο για τον Παπαδιαμάντη, θα βλέπαμε. Η ευτυχής συγκυρία δεν είχε αίσιον τέλος. Ο Διονύσης την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, όταν κατάλαβε ότι είχα κατά νου την ανάγνωση ολόκληρου του έργου κι όχι κάποιων αποσπασμάτων. Μάλλον φοβήθηκε τον όγκο, μιλάμε για 425 σελίδες συν την δυσκολία της γλώσσας και ούτε λίγο, ούτε πολύ εξαφανίστηκε, χωρίς καμία εξήγηση. Κάποιοι έσπευσαν να σχολιάσουν τότε, ότι μάλλον τυχερός υπήρξα. Κι ότι αλίμονό μου αν έμπλεκα με τον Σαββόπουλο. Τι να πω, δεν ξέρω.
Ο Τζίμης Πανούσης υπήρξε υποδειγματικά συνεπής και σωστός επαγγελματίας. Δεν ματαίωσε κανένα ραντεβού ηχογράφησης, δεν έφερε καμία αντίρρηση στις αναρίθμητες παρατηρήσεις μου, στην απαίτησή μου να επαναλάβει ξανά και ξανά, κάτι που δεν είχε ειπωθεί σωστά, όπως ακριβώς μου το είχε υποσχεθεί. Είχε απόλυτο σεβασμό στο έργο που κρατούσε στα χέρια του. Εμπιστευόταν τους συνεργάτες του. Ήξερε ότι όλοι έχουμε έναν και μόνον στόχο. Να ακουστεί σωστά ο λόγος του Μακρυγιάννη. Ήταν φορές που μακάριζα τον εαυτόν μου. Τι εύνοια της τύχης, σκεπτόμουν, όχι χωρίς συγκίνηση. Με προθυμία δέχτηκε να τραγουδήσει a cappella και μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της κλεφτουριάς για τις ανάγκες του έργου, μοναδικές στιγμές! Όπως μοναδικές ήταν και οι ελάχιστες φορές που διέκοψε την αφήγηση για να σχολιάσει με τον δικό του τρόπο τα τεκτενόμενα, όπως λ.χ. εκείνο το περίφημο που είπε, μετά από τις απανωτές έριδες και ρεμούλες των αγωνιστών: «Πω, πω! Το βαθύ Πασόκ».
Η ηχογράφηση της πρόζας διήρκησε, περίπου ενάμιση μήνα κι άλλο τόσο η μίξη και το μοντάζ για τα 60 ημίωρα επεισόδια. Φεύγοντας κι αφού είχε κατεβεί μερικά σκαλιά γύρισε και χαμηλόφωνα με ρώτησε περί της αμοιβής του. Του είπα το ποσόν και την διαδικασία της είσπραξης. Με ευχαρίστησε ακόμη μία φορά και ευχόμενος την καλήν επιτυχία τον είδα να απομακρύνεται. Τόσο ήσυχα, τόσο διακριτικά και ναι, τόσο κυριλέ, ως τελευταία εικόνα.
Αρχές Ιουνίου του 2012 η σειρά ήταν έτοιμη και βγήκε στον «αέρα». Σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Αρχές Ιουνίου και πάλι, εχθές δηλαδή και έξι χρόνια μετά την πρώτη μετάδοση, ολοκληρώθηκε η επαναληψή της με την ίδια, αν όχι με μεγαλύτερη επιτυχία. Αφορμή στάθηκε η ξαφνική απώλεια του Τζιμάκου στις 13 του περασμένου Γενάρη.
Στην μνήμη του.
Γιώργος Ν. Ευσταθίου