Τεχνική έκθεση
23-05-2018

Έκτη Δημοτικού είχαμε τρομάρα μας και απολυτήριες εξετάσεις. Και με το ενδεικτικό, νέες εξετάσεις, εισαγωγής στο Γυμνάσιο. Η έκθεση της Έκτης είχε αναμενόμενο θέμα. «Τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω». Το τι ήθελα, το ήξερα: ναυτικός ή γεωπόνος. Εντούτοις έπαιξα στα σίγουρα. Τι ήμανε; Δασκαλοπαίδι καυκασίας φυλής, ψιλογκομενιάρης, από οικογένεια που είχε έως και βιβλιθήκη στο σπίτι.  Άρα, «θέλω να γίνω αρχιτέκτων». Και εξηγούσα πως απο πίτσκο έπαιζα κυβάκια και κάτι άλλα κατασκευαστικά, μαγεμένος με το μεκανό. Και μετά το ξέχασα.

Καθώς μεγαλόδειχνα κι όταν στα πάρτι με ρωτούσαν τι τάξη πάω, κι απαντούσα πως του χρόνου έπαιρνα απολυτήριο, ενώ ήμουν Τρίτη Γυμνασίου με οκτώ στην άλγεβρα, στην άλλη ερώτηση, σε ποια σχολή στοχεύω, το «αρχιτέκτων» είχε μια σοροπιαστικά και σοροπτιμιστικά γλοιωδώς στίλβουσα υφή, ωσάν την γόμμα που έλαμπε στις άρρωστες δαμασκηνιές. Μάζευα και εικόνες από την μαγική χλαμπάτσα της εποχής. Σχεδιαστήριο, όργανα σχεδίασης, πόμπες και διαβήτης με επέκταση, σινική και χαρτί σέλερ, ποδιά τεχνικού, ολόγυρα σχεδιαστές και το βράδι χορός με νύμφες και όμορφες με το μαλλί στενόμακρη φωλεά στηριγμένη σε μυρωδάτη λακ.

Θυμάμαι τα φοιτητικά ξενύχτια και είχα φίλους πράγματι νεοτεριστές, που είχαν ιδέες και έξοχο χέρι. Κι όταν άρχισα το επάγγελμα πάνω στην κρίση της εποχής, και έβλεπα τι μανίκι ήτανε, μετρούσα τα πάντα με νειλόμετρο τους φίλους μου και κυρίως την αγάπη μου στα μαστόρια και στα συνεργεία. Αυτό, και να χορεύω καλό ροκενρόλι αλλά και να βολεύω σε επαρκώς ψευδείς κατόψεις, ώστε να χαίρονται οι οικοπεδούχοι, ιδίως όταν τους έβγαζα κάνα δωμάτιο παραπάνω κι ας ήτανε η τουαλέτα 1,30 Χ 1,80. Κι όταν άλλαζα ιλλιγιωδώς δωμάτια και γκαρσονιέρες για να νοικιάζω, δυο και τρεις φορές το χρόνο, η καλή μου χαρά ήταν να βάφω διχρωμίες και να βάζω πόστερ με παραξενιές στις πόρτες, χώρια τα προοπτικά και τα αυτοκόλλητα ράστερ και μακέτες με φελλό ή πριονισμένη σωστά μπάλσα. Και βέβαια, κάτι φευγάτο στο χρώμα της κραβάτας, κάνα κοστούμι ψαροκόκκαλο με ρεβέε, κόντρα στη μόδα.

Ό,τι έμαθα, το χρωστούσα σε μαστοράντζες και εργοδηγούς τσακάλια. Την παρέα τους ήθελα και να με θεωρούν ικανό, αν και κάπως τρελούμπαλο. Με τις ανασκαφές την κατάβρισκα περισσότερο. Ώσπου έσκασα και άλλαξα επάγγελμα. Επαγγέλματα, για την ακρίβεια. Κι αυτό που μου έμεινε, όποτε δραπετεύω από το δώμα μου και πίνω καναγκαφέ με φίλους, είναι να καταλαβαίνω τις διαστάσεις των χώρων, να επαινώ εσωτερικώς κάποια ευφυά ιδέα της διαρρύθμισης και να ξέρω, με τα μάτια της πλάτης, εάν υπάρχει πράσινο και ποια θαμνάκια πίσω μου, ποια κομψερή με γυμνές φτέρνες κάθηται τρια τραπεζάκια πίσω δεξιά και αμάν, να μη ξεχάσω το κασκόλι ή το μπαστουνάκι μου.

Ναυτικός ή γεωπόνος, πάντοτε.