PRESS HANDOUT Endgame at The Old Vic Photos are by Manuel Harlan freya@joallanpr.com
Τεστ κοπώσεως
23-04-2021

Εδώ και χρόνια, η μόνη δεξιότητα που αναγνωρίζω στο σαρκίο μου είναι ο εντοπισμός της καταγωγής, της επεξεργασίας και της κατάθεσης έργων που η κοινή γνώμη θεωρεί πως άπτονται κάποιας μορφής τέχνης.

Μερικά πλάνα, τυχαίως ιδωμένα, κι ενώ το βλέμμα μου εκκρεμεί αδιάφορο, με τους δείκτες του μυαλού μηδενισμένους, αρκούν για να χρονολογήσω τυχαίο απόσπασμα ταινίας, την χώρα παραγωγής, την τεχνική μιας «κρυμμένης πλίνθου» που λέγαμε στην αρχιτεκτονική ιστορία, και υπό προϋποθέσεις, την σκηνοθετική «σχολή» στην οποία ανήκει ο δημιουργός της. Kαι δεν εννοώ μόνον τα «ευκολάκια», τους γίγαντες της έβδομης τέχνης, κάτι λοξόπλανα που γήτευαν τον ανήσυχο μεσοπόλεμο και την παγωμένη γλίτσα που ανέδιδαν οι ταινίες των επί χούντας «χορευτικών» και τα ντεκόρ της συμφοράς. 100% επιτυχία έχω με τα «ναι και όχι» γλυκίβραστα σενάρια που είναι ωχρή ανάμνηση της μεγάλης πανελλήνιας εκστρατείας, από παραγωγές της φλομωμένης στον εσωτερικό μονόλογο Θεσσαλονίκης, έως την χώρα των Παστούν με τα άγρια βράχια, έναν ποδηλάτη που  προσπαθεί να βρει μια γρηά άνευ λόγου, κάτι ανταρτάκια που ρίχνουν μπαταριές προκαλώντας τον οίκτο και τον θαυμασμό των σινεφίλ του Δυτικού κόσμου, ειδικά των Γάλλων.

Στα κείμενα, δεν αρκούν τα βιβλία που διαβάζω για δέκατη και βάλε φορά (υπάρχουν και ταινίες, άκεφες και ανούσιες που έχω δει και παραπάνω από πέντε φορές) αλλά όταν τύχει και είναι «λογοτεχνικά», πρέπει να μετακινήσω τον ανεδαφικό πολτό από αυτάρεσκα ψωλοβαρέματα, συμβατικές σκηνές αναμενόμενες φρικτά μέσα στην μηδαμινότητά τους (ο γυρισμός του σαραντάρικου όντος, η χρήση του «εγώ» από τα λεμονάδικα, ή εκείνη που διαλέγει τον εκείνον που ο γραφεύς σιχαίνεται). Αρχίζω και ξεχωρίζω όχι μόνον αποσπάσματα των γιγάντων της λογοτεχνίας (ακόμη και των μεταφρασμένων Ρώσων μέσω της γαλλικής γλώσσας) αλλά και από το φαίησμπουκ κείμενα που ταξινομώ ορθώς και πριν να ιδώ το όνομα ή το ψευδόνομα του υπογράφοντος κατσικοπόδαρου ή τις συστροφές δίπλα στον τάφο μιας γλυκειάς Μαράτας.

Φυσικά, χρησιμοποιώ βοηθήματα. Ο κάθε ψαχτήρης δεν ευδοκιμεί εάν δεν έχει στην τσέπα ένα θραύσμα λυδίας λίθου ώστε το μέταλλο της γλώσσας να κρίνεται, να βγάζει απόχρωση και να αποτιμάται. Στην περίπτωσή μου έγινα εξπέρ στο σινεμά, στην λογοτεχνία και στη δημόσια συμπεριφορά της Επταετίας 1967-1974. Ήτοι της Χούντας και Καραχούντας. Ο τρόπος των χορευτικών, τα μεταχασάπικα σε τυπικώς διακοσμημένα κέντρα με γκαρσόνια που φορούν προπέλες, τους χονδροπερίδρομους ζεν πρεμιέ που έχουν πετσικάρει. Τέτοια.

Ενώ στη «λογοτεχνία» θα έλεγα πως δεν έχουμε μικροβίωμα, όπως στις διαφημίσεις, αλλά μια παρέλαση στερεοτυπικά μονότονων κειμένων, που κατάγονται μεν από την θεματική του Μαλαπάρτε, αλλά προέρχονται από τις ιαχές των πλανόδιων τύπου «σαράντα το βερίκκοκο, ρίκο, ρίκο, ρίκοκο».

Μη γελιέστε πάντως. Έμαθα να ξεχωρίζω την Έκπτωση, την Σάχλα και την Μπίχλα, επειδή πολύ την άσκησα, πλαστουργός και άσχετος, στην ΜΕΘ του μυαλού των αναγνωστών μου.

Ωστόσο, «μέσα στην ταραχή και στο κακό» προλαβαίνω να δώσω μια νυχιά ερμηνείας στο προσωπικό σακατλίκι: την χούντα, ενώ την απεχθανόμουν, έπιανα τον εαυτό μου να την καταλαβαίνει. Δεν ήταν μόνον ο απόλυτος διχασμός στο ευρύτερο συγγενικό μου περιβάλλον, αλλά και τα προφανή πολιτικά γεγονότα, όπως εξελίχτηκαν. Εκεί, κατά τη μεταπολίτευση, τα «σταγονίδια», η προσωπολατρεία υπέρ του Ανδρέα και το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με κάτι δήθεν αριστεριστές που σώπασαν, η ανοχή που έδειξε η Νέα Δημοκρατία στους τελεσιδίκως χουντικούς που προσχώρησαν, η διασπασμένη αριστερά που ήταν ουσιαστικά η θέα μέσα από σπασμένο καθρέφτη, η τηλεόραση που έσβησε το σινεμά, εκτός το παραγόμενο από εμιγκρέδικη διάθεση, οι βιντεοταινίες των έητης, που διογκώθηκαν και έπλασαν κατάσταση, ο αυριανισμός που ολοκλήρωσε έως και ιδεολογικό μανιφέστο μέσω της οργανικής σιχασιάς που μακροημέρευσε (αν νομίζετε πως ο έρμος ο Ντάφης είναι μετά-φαινόμενο του εμπορίου, γελιέστε) και τέλος είναι το παντοδύναμο, αταλάντευτο ψαροκόκκαλο που υπήρχε στον νεοελληνικό σκελετό του μεταπολέμου, και το οποίο δεν ξαναφύτρωσε στους γεννηθέντες μετά την μεταπολίτευση.

Αυτό το οστούν κρατούσε τον σβέρκο όρθιο και όχι διαλυμένο. Κόκκαλο που έχασα, γι’ αυτό και εδώ και χρόνια, η μόνη δεξιότητα που αναγνωρίζω στο σαρκίο μου είναι ο εντοπισμός της καταγωγής, της επεξεργασίας και της κατάθεσης έργων που η κοινή γνώμη θεωρεί πως άπτονται κάποιας μορφής τέχνης.