Παραθαλάσσιο ταβερνάκι. Γαλάζια πινακίδα, κύματα, αφρός, μια γοργόνα, μια τρίαινα στη γωνιά, μάλλον ο Ποσειδώνας, αλλά του βγήκε του καλλιτέχνη ίδιος ο συγχωρεμένος ο Γεννηματάς. Στη μέση, με φαρδιές πινελιές, “Τα 5 Αδέρφια”. Κατευθείαν σκέφτεσαι τη φουκαριάρα τη μάνα τους, πέντε παιδιά, πώς τα έφερε βόλτα. Εδώ ένα κάναμε και λέμε αμάν κάθε που βγαίνουμε. Αλλά είναι πολύ μεσημέρι για να σε απασχολεί η υπογεννητικότητα, και το θερμόμετρο δείχνει 40 βαθμούς Κελσίου.
Από μυρωδιές πάμε καλά. Ο αέρας φέρνει σκίνο, θυμάρι και αλμύρα. Σκιά και μελαγχολική απόσταση στα έρημα τραπέζια. Καθίσαμε έξω-έξω. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται είναι να ξεκινήσω με τη φράση “Λοιπόν αδερφέ, τι καλό έχεις σήμερα;” αφού σίγουρα ένας απο τους 5 θα έρθει για παραγγελία. Τους έβλεπες στην κουζίνα: Μια κοψιά, μαύρα παντελόνια, άσπρα πουκάμισα, το μπλοκάκι για την κλήση στο τσεπάκι, μουσική δεν έχει το μαγαζί αλλά εγώ μουρμουράω, με τον μπαγλαμά τ’ αδέρφι του, που του ‘φτιαχνε το κέφι του. Ποιο κέφι δηλαδή, σκέψου να τελειώσει η μέρα και να πρέπει να μοιράσεις ό,τι έβγαλες στα 5. Εδώ έχεις έναν αδερφό και είστε στα μαχαίρια για 200 μέτρα γη στο Κρανίδι. Τέλος πάντων. Το τραπεζομάντιλο, χάρτης της Σαρωνίδας. Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ. Όχι με λεπτομέρειες. Αυτό το παχύ μπλε περίγραμμα. Όταν ήπια το πρώτο ούζο, νόμιζα ότι είμαι στη Ρόδο. Έκανα μαντεψιά πού ακριβώς είμαστε και έβαλα την αλατιέρα σαν στίγμα gps. Πίσω, εκείνη η γυάλα που ως πέρσι είχε μέσα αστακούς, αληθινούς ή κουρδιστούς δεν έχει σημασία, φέτος έχει μόνο γραμμές από άλατα. Τελικά τι έχει για φαγητό; Της ώρας; Ωχ αδερφέ, της ώρας της ημέρας, ο χρόνος είναι σχετικός. Σαρδέλες, κολοκυθάκια με κουρκούτι που θα ταίριαζε πιο πολύ σε μπακαλιάρο, χόρτα μαζεμένα από ‘κει γύρω, χωριάτικη, καλαμαράκια, ψωμί πατάτες. Όταν ειπώθηκε η λέξη πατάτες είπε “εμείς τις καθαρίζουμε.” Αυτό έλειπε ρε παιδιά, 5 νοματαίοι εκεί μέσα και να τις καθαρίσουμε εμείς.
Πήγε αυτός, ήρθε ο άλλος, άλλος έψησε, άλλος έκανε τη λάντζα, άλλος έφερε το χαρτάκι. Κάτω από τη γραμμή της πρόσθεσης έγραφε 42,80. Εκείνη τη στιγμή νιώσαμε σαν ρεπόρτερ του Σταρ. Ακούσαμε και ότι δεν πάει άλλο αυτό το χάλι, ότι τους έχει γονατίσει η κρίση, ότι δεν ξέρουνε τι τους ξημερώνει και ότι τα χρέη τους είναι βουνό.
Άφησα στο τραπέζι τα χρήματα. Σκέφτηκα ότι είμαστε όλοι αδέρφια.