Δεν ήταν η πρώτη φορά εκείνη που κατέφθασα στο Μεταξοχώρι καλεσμένος στο εξοχικό σπίτι του ποιητή και φίλου μου Γιάννη Κοντού. Είχαν προηγηθεί κάμποσες ολιγοήμερες εκδρομές με διαφορετική συνήθως σύνθεση παρέας. Τον Αύγουστο του 1980 όμως, κάτι που ήταν προγραμματισμένο από καιρό, θα παραθέριζα κανονικά. Μαζί με τον οικοδεσπότη, οι δυο μας αρχικά, κινήσαμε ένα πρωί από την Αθήνα για την Λάρισα κι από εκεί για την Αγιά με το ΚΤΕΛ και στην συνέχεια πήραμε ένα ταξί για το υπόλοιπον της διαδρομής μέχρι το χωριό. Επρόκειτο να αριβάρει και ο έτερος Καππαδόκης, ο κολλητός μου Κωστάκης, αν κατάφερνε βεβαίως να πάρει άδεια -καθότι ήταν φαντάρος τότε- από την μονάδα που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία. Την ίδια χρονική περίοδο ήταν ντυμένος στο χακί και ο Γιώργος Μανιώτης. Είχε παρουσιαστεί στο 6ο Σ.Π. Κορίνθου και θυμάμαι πόσοι φίλοι του, εκτός από τους γονείς του, ήμασταν παρόντες κατά την ορκωμοσία του. Ο επιστήθιος φίλος του Γιάννης Κοντός, η Νάσα Παταπίου, ο Ματθαίος Μουντές, ο Ζαχαρίας Ρόχας, ο Γιώργος Παυριανός, ο Δημήτρης Λέκκας, ο Μπάμπης Σαραντόπουλος, ο Γιώργος Μητρόπουλος κ.ά. Από εκεί πήρε μετάθεση για την Λάρισα, οπότε θα είχαμε την ευκαιρία να τον επισκεπτόμαστε συχνά, για συμπαράσταση, πλην όμως και για δική μας ευχαρίστηση, όσο θα κάναμε τις διακοπές μας στο Μεταξοχώρι. Ο Μανιώτης υπήρξε ανέκαθεν μέγας σκανταλιάρης! Ένα ασίγαστο πειραχτήρι με εύστοχα δηκτικά σχόλια και πικρά αστεία σε βάρος των άλλων, μα και μ΄ έναν ανελέητο αυτοσαρκασμό…
Εκεί λοιπόν στο Μεταξοχώρι της Αγιάς, ένιωσα σα να μεταφερόμουν ξανά πίσω, στο αφήγημα των παιδικών μου χρόνων με τα βαθύσκιωτα πλατάνια και τις υπόγειες νεροσυρμές, «Τα ψηλά βουνά*» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ψηλά τρόπος του λέγειν, καθόσον ο παραδοσιακός οικισμός είναι χτισμένος σε υψόμετρο που δεν ξεπερνά τα 300 μέτρα. Κι όμως το Μεταξοχώρι, με τα ονόματα Ρέτσιανη ή Μελίσσι παλαιότερα, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά των ορεινών καταυλισμών με την ζωογόνο δροσιά της δασικής βλάστησης. Τα βράδια, πριν βγούμε στην πλατεία για να τσιμπήσουμε, με το ρέμα καταμεσίς που χωρίζει στα δύο το χωριό και το γεφύρι που το ενώνει, έπρεπε να πάρουμε απαραιτήτως από το σπίτι και κάτι να ρίξουμε στις πλάτες μας, καμία ελαφριά ζακέτα ή μπουφάν. Παρότι στην διάρκεια της μέρας πύρωνε ο θείος Αύγουστος από παντού, μόλις έπεφτε το βράδυ έβαζε μιαν ευχάριστη ψυχρούλα άλλο πράγμα! Καθημερινά γύρω στις 11.00’ το πρωί, πηγαίναμε για μπάνιο με το τοπικό λεωφορείο στον Αγιόκαμπο, μια τεράστια παραλία γεμάτη από λουόμενους της ευρύτερης περιοχής με ομπρέλες, ξαπλώστρες, ρακέτες και όλα τα συναφή του επαρχιώτικου μικροαστισμού. Δεν έλειπαν βεβαίως τα ανυπάκουα πιτσιρίκια και οι ανοικονόμητες μητέρες με τις τσιρίδες τους και τις επαναλαμβανόμενες νουθεσίες. Το μεσημεράκι επιστρέφαμε στο σπίτι να γευματίσουμε κάτι πρόχειρο κι αμέσως μετά να ξαπλώσουμε για την καθιερωμένη σιέστα. Έτσι κυλούσαν οι μέρες των διακοπών, ήσυχα και ρουτινιάρικα. Οι αψιμαχίες και οι μικροεντάσεις δεν έλειπαν βεβαίως, ήταν μάστορας δεινός ο Γιάννης σε κάτι τέτοια. Κι όπως είμαι και του λόγου μου από φυσικού μου αψίκωρος οι καυγάδες έδιναν κι έπαιρναν. Ο Κωστάκης δεν συμμετείχε σε κάτι τέτοια, κρατούσε σοφά τις αποστάσεις του.
Θυμάμαι πως αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής «Στη διάλεκτο της ερήμου» του Κοντού, που εκδόθηκε λίγους μήνες αργότερα τον Νοέβριο του ΄80, εκείνη την σύντομη περίοδο γράφτηκαν στο Μεταξοχώρι, όπως το εξαίρετο ποίημα:
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΠΙΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΚΛΕΙΔΩΣΕΙΣ
Δέν ξέρω άν θά ΄ναι αρχαιολόγος
ή αγρότης αυτός πού θά βρεί
τά κόκκαλά σου άσπρα
μαζί μέ διάφορα πετρώματα.
Τά δόντια σου μέ τά τραγουδάκια
τού συρμού πού λέγαμε αγκαλιά
καί χαμογελούσες ενώ ήξερες
τί σέ περιμένει – σκορπισμένα
σέ μεγάλη απόσταση λόγω τών επιχωματώσεων –
Αέρας θά φυσά στή ζωή
καί ή άμμος τών λόγων σου
μαζί μέ τό ξερό χορτάρι
πρέπει νά μέ θυμάται.
Είχα βλέπεις την ευκαιρία, την τιμή και την χαρά καλύτερα, να είμαι πρώτος εγώ ο κοινωνός της ακριβής του τέχνης. Τα πρωϊνά περνούσαμε συχνά για καφέ από το σπίτι της Άννας Βαγενά και του Λουκιανού Κηλαηδόνη, του Παντελή Καλιότσου και της Άννας Δεϊμετζή, του Μέντη και της Μαρίας Μποσταντζόγλου. Διάφοροι καλλιτέχνες και λογοτέχνες καθώς ο φίλος μου, είχαν συρρεύσει τα τελευταία χρόνια στο χωριό και αγοράζοντας κοψοχρονιά από τους ντόπιους κάποιο γκρεμίδι, είχαν αποκτήσει εξοχική οικία. Και λίγο – πολύ γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ένα βραδάκι κάναμε ξαφνική βίζιτα στην Αλίκη Γεωργούλη, άρτι χωρισμένη από τον Γιώργο Αρβανίτη. Την Γεωργούλη την πετύχαμε απεριποίητη μ΄ ένα φακιόλι στα μαλλιά και ντυμένη πρόχειρα να βάφει με λαδομπογιά κάτι κάγκελα στην αυλή. Ξαφνιάστηκε που μας είδε σαν «φάντη μπαστούνι» μπροστά της, αλλά έδειξε πως χάρηκε. «Συγνώμη βρε παιδιά για το χάλι μου… Δώστε μου πέντε λεπτά να καθαρίσω τα χέρια μου με νέφτι και ν΄ αλλάξω», μας είπε κι εξαφανίστηκε στα ενδότερα του σπιτιού.
Όταν σε λίγο επέστρεψε φρεσκαρισμένη ήταν άλλος άνθρωπος. Μια ιδιαίτερα γοητευτική γυναίκα, ενεπιτήδευτη και απλή στους τρόπους. Και παρ΄ όλο που πλησίαζε τα πενήντα, διατηρούσε αμείωτο το «sex appeal» της. Πρώτη φορά την συναντούσα από κοντά. Την είχα δει ως Στέφη στην περίφημη ταινία «Συνοικία το όνειρο» με σκηνοθέτη τον τότε συζυγό της Αλέκο Αλεξανδράκη καθώς και ως θεατρίνα στην εξαίρετη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος». Και ως Ανδρομάχη την είχα βεβαίως ξεχωρίσει στην μυθική παράσταση «Τρωάδες», όταν πρωτοπαίχτηκε στο υπαίθριο πάρκινγκ – θεατράκι της οδού Καπλανών τον Σεπτέμβριο του 1977, σε διδασκαλία του Γιάννη Τσαρούχη. Πρότεινε να καθήσουμε για φαγητό. Δεν είχε τίποτα έτοιμο, αλλά θα σκάρωνε στο άψε σβήσε μια χορταστική για όλους μας μακαρονάδα, δική της σπεσιαλιτέ όπως μας τόνισε. Δεν είχαμε καμία αντίρρηση. Έβαλε το νερό να βράσει για τα μακαρόνια και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Αρχισε να καλεί τον γιό της και μόλις εκείνος ανταποκρίθηκε από μακριά, του ζήτησε να διακόψει το παιχνίδι και να επιστρέψει πάραυτα στο σπίτι. Σε λίγο έσκασε μύτη ο μικρός Γιωργάκης ξαναμμένος. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα δώδεκα, λιγάκι στρουμπουλός με πολύ σγουρά μαλλιά και γυαλιά μυωπίας. Χαιρέτησε ευγενικά και πήγε να πλυθεί για να δειπνήσουμε. Χρόνια μετά γίναμε φίλοι και συνεργάτες στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ όπου εργαζόμουν ως δημοσιογράφος. Ο Γιώργος Καλφαμανώλης στο μεταξύ είχε σπουδάσει φωτογραφία σε κάποιο κολλέγιο του Λονδίνου και είχε εξελιχθεί σε έναν εξαίρετο επαγγελματία φωτογράφο. Για ένα διάστημα, όταν χώρισε από την Μανίνα Ζουμπουλάκη, υπήρξαμε συγκάτοικοι. Και μάλιστα κάναμε από κοινού babysitting στον μικρό Πέτρο, τον τετραετή γιο που είχε αποκτήσει με την Μανίνα. Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας το παιδί, καθότι αυτή ήταν η συμφωνία με την πρώην σύζυγό του που, ειρήσθω εν παρόδω, προϋπήρχε ως φίλη μου και βεβαίως παραμένει. Έτσι βρέθηκα λοιπόν να συμμετέχω κατά το ήμισυ «χάριν φιλοτιμίας» στην γενικότερη φροντίδα του παιδιού, ίσως και ολίγον παραπάνω! Τι να κάνεις όμως; Αλλά όλα αυτά είναι μια άλλη ιστορία…
Τον Μανιώτη προλάβαμε να τον επισκεφτούμε στο στρατόπεδο δύο φορές. Η αλήθεια είναι πως μου είχε φανεί κάπως συννεφιασμένος, μα δεν φανταζόμουν αυτό που θα επακολουθούσε. Ήταν άκεφος και δεν έκανε τα γνωστά αστεία του. Το αιώνιο πειραχτήρι δεν έριξε ούτε μια μπηχτή, ούτε ένα τόσο δα καρφάκι στον Γιάννη, τον μόνιμο στόχο του. Κι ενώ ετοιμαζόμασταν να ξαναπάμε, λάβαμε την πληροφορία ότι την προηγουμένη είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και νοσηλευόταν πλέον στο 404 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας, ευτυχώς εκτός κινδύνου. Ανησυχήσαμε σφόδρα, μεγάλη αγωνία μας κατέλαβε. Και άρον άρον σπεύσαμε επί τόπου. Αναζητήσαμε τον θάλαμο που μας υπέδειξαν κατά την είσοδό μας. Όταν επιτέλους τον βρήκαμε και αγχωμένοι μπήκαμε μέσα, είδαμε τον φίλο μας να είναι καθιστός στην κλίνη του και σαν μελαγχολικός, αλλά από άποψη σωματικής υγείας σε καλή κατάσταση. Μας καθησύχασε και ο ίδιος ότι όλα βαίνουν καλώς, μας έκλεισε μάλιστα κρυφά και το μάτι με σημασία. Σε λίγο πρότεινε να πάμε μια μικρή βόλτα όλοι μαζί στο προαύλιο του κτιρίου. Κι εκεί μας εξήγησε με ύφος συνωμοτικό τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν μπορούσε να υπομείνει περισσότερο την ταλαιπωρία του στρατού. Η κατάσταση έμοιαζε να είναι επιεικώς αφόρητη. Και πραγματικά, για έναν άνθρωπο τόσο ευαίσθητο και δημιουργικό όπως εκείνος, ήταν απορίας άξιον το πως άντεξε τόσο καιρό την ακραία αυταρχικότητα, για να μην πω τίποτα πιο βαρύ, του στρατιωτικού μηχανισμού. Έκανε υπομονή για πέντε μήνες περίπου, ώσπου κατάλαβε ότι το πράγμα δεν πήγαινε άλλο. Πήρε τις αποφάσεις του λοιπόν και οργάνωσε την πολυπόθητη έξοδο προς την ελευθερία, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την ζωή του.
Η απόπειρα αυτοκτονίας ήταν προσχηματική, δεν ήθελε βεβαίως να θέσει τέλος στην ζωή του. Υπήρχε ρίσκο, αλλά την είχε καλά σχεδιάσει. Κατέβασε μια χούφτα χάπια φροντίζοντας να καταρρεύσει σε κάποιο σημείο του στρατοπέδου που θα περνούσε σίγουρα η νυχτερινή περίπολος και θα τον εύρισκε, όπερ κι εγένετο. Τον βρήκανε λιπόθυμο πίσω από τα μαγειρεία… Αμέσως κτύπησε συναγερμός και τον μετέφεραν κατεπειγόντως στο στρατιωτικό νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση. Οι γιατροί αντελήφθησαν αμέσως από τα συμπτώματα που παρουσίαζε τι είχε συμβεί και του έκαναν μια γερή πλύση στομάχου. Όταν συνήλθε βρισκόταν εκτός κινδύνου στον θάλαμο. Την επομένη ειδοποιήθηκαν οι ανυποψίαστοι γονείς του στην Αθήνα, οι οποίοι ήταν ήδη καθ΄ όδόν για την Λάρισα, και ο διακοπεύων στο Μεταξοχώρι κολλητός του φίλος Γιάννης Κοντός.
«Μα κι εσύ πίσω από τα μαγειρεία επέλεξες να σκηνοθετήσεις την αυτοκτονία σου», του σφύριξε ο Κοντός με νόημα, μόλις ο άλλος έβαλε τελεία στην αφήγηση. «Σκάσε κτήνος», τον αποπήρε ο Μανιώτης έτοιμος να ξεκινήσει τον συνήθη μεταξύ τους λεκτικό πόλεμο. Και συμπλήρωσε με δήθεν απειλητικό ύφος: «Αν ήξερες τι σε περιμένει, τώρα που επιστρέφω με αναβολή πίσω στα πάτρια…». Βάλαμε όλοι τα γέλια. Τα πράγματα ήταν ολοφάνερα καλά, πολύ περισσότερο μάλιστα απ΄ ότι τα περιμέναμε.
Αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε όλοι μαζί. Ο φαντάρος με το χαρτί της αναβολής για «ψυχολογικούς λόγους» στην τσέπη -μέχρι την οριστική απαλλαγή του σε δύο χρόνια από κάθε στρατιωτική υποχρέωση- οι γονείς του που είχαν σπεύσει έντρομοι να τον παραλάβουν, ο Κοντός, ο φίλος μου ο Κωστάκης κι εγώ. Οι διακοπές μας δεν μπορούσαν να συνεχιστούν μετά απ΄ όλα αυτά που συνέβησαν. Τόπο συνάντησης ορίσαμε τα πρακτορία του ΚΤΕΛ Λάρισας. Ήταν μεσημέρι, τέλη Αυγούστου και γινόταν ένας χαμός. Μέσα στην γενική αναμπουμπούλα χάσαμε τον κύριο Νίκο, τον πατέρα του Γιώργου, έναν άνθρωπο ήπιων τόνων. Η μητέρα του η κυρία Γιαννούλα, όσο εκείνος καθυστερούσε να εμφανιστεί και κινδυνεύαμε στα καλά καθούμενα να χάσουμε εξ αιτίας του το δρομολόγιο για την Αθήνα, έβγαζε καπνούς. Στο παρά πέντε εμφανίστηκε ατάραχος. «Μα που ήσουν βρε χριστιανέ μου; Το ξέρεις ότι παρ΄ ολίγο και θα έφευγε το πούλμαν;», τον ρώτησε αγριεμένη η σύζυγος. «Τσίμπησα μια μακαρονάδα στο εστιατόριο, αλλά είχα τον νου μου», της απάντησε ήσυχα. Κρατηθήκαμε να μη ξεσπάσουμε σε γέλια. Η κυρία Γιαννούλα τον κοίταξε με δολοφονικό ύφος και μέσα από τα δόντια, του είπε χαμηλόφωνα: «Μα που στην ευχή την βρήκες την όρεξη; Ώρες – ώρες απορώ με την αναισθησία σου…». Ο Γιάννης σκύβοντας στο αυτί μου, πρόλαβε να σχολιάσει. «Έτσι εξηγείται γιατί ο Γιώργος βγήκε τόσο φαγανός, θα είναι μάλλον κληρονομικό!».
Αφού ξεκίνησε το πούλμαν διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν διάφορες κενές θέσεις κι ακροβολιστήκαμε αναλόγως… Ο Μανιώτης, μακριά από τους γονείς, έπιασε μια θέση στο πίσω μέρος, δίπλα σε παράθυρο. Έβγαζε κάθε τόσο έξω το χέρι του κι έγερνε πίσω το κεφάλι. Ήθελε να τον φυσάει το πυρωμένο αεράκι. Πρώτη ημέρα εκτός στρατοπέδου κι απολάμβανε την ξαφνική αίσθηση ελευθερίας με τον δικό του τρόπο. Εμένα μου παρουσιάστηκε αναπάντεχα ένα φλερτ. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, όταν κάναμε την καθιερωμένη ολιγόλεπτη στάση στου «Λεβέντη», ξαμολυθήκαμε ασυγκράτητοι σε κάτι χέρσα χωράφια με ελιές. Σε λίγο άρχισε ο οδηγός τα επίμονα κορναρίσματα της αναχώρησης και τότε συνειδητοποιήσαμε πως υπήρχε κίνδυνος, αν δεν επιστρέφαμε εγκαίρως, να μας αφήσει αμανάτι εκεί. Λαχανιασμένοι, με τα παντελόνια μισοανεβασμένα και τα πουκάμισα ανοιχτά, τρυπώσαμε μέσα την τελευταία στιγμή ψελίζοντας κάτι αφελείς και εντελώς παιδαριώδεις δικαιολογίες ότι, τάχα είχαμε πάει «προς νερού μας» και γι΄ αυτό αργήσαμε λιγάκι. Όλο το πλήρωμα του πούλμαν ήταν έξαλλο μαζί μας, μηδέ των φίλων μου εξαιρουμένων. Φαινόταν ξεκάθαρα από τον τρόπο που μας κοιτούσαν αγριεμένοι ενώ εμείς, πλήρεις ενοχών και με το κεφάλι σκυμμένο, αναζητούσαμε κάποιο ελεύθερο κάθισμα. Μόνο ο Μανιώτης μου έκανε νεύμα να καθίσω στην διπλανή του άδεια θέση κι αμέσως, χωρίς να χάσει χρόνο, με ρώτησε: «Τι συνέβη βρε κτήνος; Εδώ μέσα είναι έτοιμοι να σας κατασπαράξουν. Εγώ πάντως πολύ το διασκέδασα… Έλα, πες τα μου όλα τώρα με λεπτομέρειες!».
* τίτλος παιδικού μυθιστορήματος του Ζαχαρία Παπαντωνίου