Τα χέρια κι φωνή
02-03-2020

Κάθομαι και γράφω για φρου φρου κι αρώματα, ενώ η μητέρα μου είναι σακατεμένη από τις βόμβες. Το παιδάκι μου πνιγμένο στο Αιγαίο και την αδερφή μου την είπαν ξεκωλιάρα σε μια βάρκα χτες ενώ γελούσαν με την φουσκωμένη της κοιλιά. Γράφω για το ξύπνημα της Άνοιξης αγάπη μου και μπερδεύονται τ’ αρώματα με τις βρισιές, τις φωνές, τις απειλές και τα άγρια πρόσωπα. Ανθίζουν περικοκλάδες στα συρματοπλέγματα του Έβρου που κάνει παγωνιά απόψε. Τραγουδώ τον έρωτα αλλά οι φωνές που ζητούν βοήθεια με στοιχειώνουν. Μένω ανήμπορος να κοιτώ, να γράφω να απελπίζομαι και να φοβάμαι. Κανείς δεν μου λέει πώς μπορώ να βοηθήσω, αλλά πώς να μισήσω. Κι όμως το μίσος δεν είναι λύση. Δεν θέλω να μισήσω την κακία, θέλω να την μετατρέψω σε καλοσύνη. Μένω ένας παθητικός σκεπτόμενος βλαξ, ανήμπορος στο κάθε τι, στραβός απ’ τα φώτα της παραπληροφόρησης και όχι απ’ τον φωτεινό ήλιο που ήρθε στην πατρίδα μου. Κλαίω και τα δάκρυα μου δεν βοηθούν κανέναν. Κοιτάζομαι και με άλλους λυπημένους ανθρώπους, βουβούς στο μεγάλο πένθος της απαξίωσης του ανθρώπου. Και είμαστε πολλοί, τόσοι πολλοί. Με δάκρυα στα μάτια ― μα με φωνή λειψή. Μια φωνή που ουρλιάζει “ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ” αλλά χάνεται σε καθενός την ατομική σπηλιά. Δεν απλώνουμε χέρια ούτε για να δώσουμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, πόσο μάλλον για ν’ αγκαλιάσουμε τα σκουρόχρωμα αδέρφια μας που βασανίζονται σε όλη την επικράτεια. Τριάντα Απρίλη θα μας παίρνουν τα σπίτια, κι εμείς θα κοιτάμε. Και θα γράφουμε. Και θα κλαίμε. Και μετά θα πηγαίνουμε για ύπνο. Και όταν δεν θα έχουμε πια σύνδεση, ούτε τόπο, ούτε πατρίδα, και αρχίσουμε τον δρόμο για να βρούμε ένα κατάλυμα. Είθε εκεί που θα βρεθούμε οι ντόπιοι να έχουν δυνατότερη φωνή και πιο γερά χέρια απ’ ότι εμείς. Που αφήσαμε το τέρας να μας φάει όλους ακίνητους.