Το 1966, βγαίνοντας από ένα ματσάκι στην Τούμπα, όπου ένας εκπρόσωπος του ΠΟΚ μας έρριξε ένα γκολάκι αποφασιστικό και αποχωρούσαμε δύσθυμοι, οι οπαδοί τους πριν τους πάρουνε τα κύματα, οι άνεμοι, τα μνήματα, έρριξαν κι ένα ομαδικό “βουλ-γα-ροι-βουλ-γα-ροι”, κοφτό, λαχανιαστό, συγκροτημένο.
Δεν ήταν εξόχως κινητικά χρόνια, υπήρχε και το φλέγον ζήτημα της απαγωγής Κούδα, φεύγαμε σιωπηλοί και καταπτοημένοι. Έξαφνα, ένας δίπλα μου, με τραγιάσκα πέτσινη και πατατούκα, ως στερεότυπον θεσμικού κομιτατζή, με πλατυινία και οστεώδης, ξέσπασε: γκιατί μας λένε μπούλγκαροι! Εγκώ ντεν είμαι μπούλγκαρο!
Μου έκαμε εντύπωση που οι τριγύρω, εν τη αποχωρήσει μέσω των στενών της Κρέσνας, των λεγεώνων που δεν άντεξαν ταις χωσιαίς του Κρούμου, του απάντησαν μαλακά: έλα τώρα, χεσ’ τους, δεν πειράζει, χάσαμε.
Κι ο αμηράς εισέβηκεν ατός του καβαλάρης. Οι λεγόμενες πρωτοβουλγαρικές επιγραφές, πλαστές και γνήσιες, είναι όλες γεγραμμένες ελληνιστί. Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων που συνέβη σπερματικώς (και) εντός του αγιωνύμου Άθωνος, επιχειρηματολόγησε ελληνιστί κατά τον πρωτόκαιρον. Συμπέρασμα: τα ελληνικά ήταν κώδικας, κι όποιος έπρεπε να χρησιμοποιήσει κώδικες, τον χρησιμοποιούσε, όπως και σε άλλα μέτρα, τα λατινικά. Εντούτοις, η πρώτη αμιγώς βλαχική επιγραφή, βρέθηκε στα μέρη της Θεσσαλικής Ρεντίνας πολλούς αιώνες αφ’ ότου υπήρχε ο βλάχος πολύς όμιλος.
Άραγε βρέθηκε επιγραφή εις την Δαρδανικήν, εις την Τριβαλλικήν, εις την Παιονικήν, εις την Ιλλυρικήν και χάνω συνέχειες; Βρέθηκαν στα Βαλκάνια τριών ομάδων επιγραφές: ελληνικά και λατινικά, πολλές. Σπαράγματα συμβόλων σε πανάρχαιο κώδικα, που δεν διαβάστηκαν, προϊστορικά. Κι ένα σωρό άλλες, σε δεδομένες “εθνικές” γλώσσες, πάντως μεσαιωνικές και βάλε.
Μια φράση ρωμαίου επιφυλλιδογράφου που ανακατεύει διερμηνέα στην δίκη αντιπάλων του Αλέξανδρου, η λέξη εβόα μακεδονιστί στον Πλούταρχο και ένας κατάλογος μακεδονικών λέξεων παρ’ Ησυχίω, είναι η κληρονομιά που σώθηκε από το ιδιόλεκτο, προφανώς ουδέποτε γραπτό, της μεταξύ Αλιάκμονος, Εριγώνος και Στρυμόνος περιοχής. Ας σημειωθεί ότι ένια σωζόμενα σπόλια Σπαρτιατικών εκφράσεων, είναι πολύ πιο στριμμένα και ακατανόητα από τις μακεδονικές λέξεις. Αλλά οι Σπαρτιάτες συνόρευαν με τον Άρατο και τους Λεπρεάτες, όχι με τον Βόριδα και τους καυχάνους.
Οι κάτοικοι της (μικρής) Ευρώπης, αναφέρει ο Λυδός στα χρόνια του ( 6ος μ.Χ.) καίπερ Έλληνες οι πλείους όντες, τη των Ιταλών φθέγγονται φωνή και μάλιστα οι δημοσιεύοντες. Γι’ αυτό και ο Ιουστινιανός εξηγεί ότι δεν εκδίδει τους Νόμους του τη πατρώα φωνή (=στα λατινικά). Γι’ αυτό ο βικάριος της Ρώμης, στο Ιλλυρικό, είναι ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και του γράφει ο Πάπας Ορμίσδας ωραίες λατινικές επιστολές. Τα λατινικά πελεκήθηκαν συστηματικά από τους εικονομάχους βασιλιάδες και πέρα, όταν το Ιλλυρικό αποσπάστηκε από τον Πάπα στο Πατριαρχείο. Και ο Φώτιος έπλασε δια ατρύτων κόπων ένα εδραίο σλαβόφωνο εργαλείο.
Και οι πιστοί οπαδοί της Ρώμης, οι λατινόφωνοι, από βλάχοι έγιναν βλαχαδερά. Ντεμοντέ. Και οι αρχαίοι λατινόφωνοι, έφτασαν να τσακώνονται σλαβιστί, εκτός κάτι λίγους στα όρη στ’ άγρια βουνά, αλλόγλωσσους πλην αειφόρους τροφοδότες της ελληνικής παιδείας. Από αυτές τις προσχώσεις προέκυψε ποικιλία διαφορετικών αντιμετωπίσεων. Από τη μια, καθηγητάδες εξέδιδαν συμβολάς εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων, εκμαιεύοντας ομηρικές ρίζες στα νιζνάμικα, αφ’ ετέρου άλλοι καθηγητάδες έστελναν όσες δεκαετίες μπορούσαν κατά δώθε τις αβαρικές πολιορκίες και τα βεζήτε, τζαίζαρ.
Από τη μια, το μακεδονικόν ορώμενον ως ελληνοβουλγαρική διαμάχη, από την άλλη, η μηχανή είναι βιαστική στη φρίκη και στην καταφρόνια, στον θάνατο και στη ζωή.
Τελικά, στην μεσοπολεμική σερβοβουλγαρική διαμάχη, εχώθησαν ανίδεοι άνκαι πένητες, οι Μακεντόνσκι.
Αγαπώ τους βαλκανίους τροβαδούρους, των Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων, άχρι θανάτου.
Αλλά υπάρχουν τραγούδια που αγνοούμε, δούλοι της γεωγραφίας και δεν καταλαβαίνουμε την ασύλληπτη κινητικότητα των παλαιών, είτε ήσαν στικτοί, είτε μιλούσαν δονώντας ένα φύλλο.
Aπό τις μούμιες που βρέθηκαν από τα Αλταϊκά όρη έως πέραν της Τουρκμενίας, στην βορειοδυτική Κίνα, στον άνω δρόμο της μετάξης, χρονολογημένες πολλές προ της Χριστού γεννήσεως, δείχνοντας κελτίζοντες ανθρώπους, ξανθόψειρες και υψηλούς, στικτούς με εξαίσια σχέδια,που σε συνδυασμό με άλλες μαρτυρίες (όπως μια πρεσβεία των Ταπροβαναίων στον Κλαύδιο) άλλα διδάσκουν περί Σκυθών και ετέρων βαρβαρωνύμων.
Ήδη περιφρονούνται από τους τρέχοντες στερεοτυπικούς, επειδή, λέει, αποτελούν επαίσχυντα δείγματα “ευρωπαιωσύνης” στους ιερούς σαμανικούς τόπους. Η Ασία στους ασιάτες και έτερα πτερόεντα.
Κάτι πρέπει να κάνουμε με όλα αυτά, οι διαχειριστές της ελληνοφωνίας. Να βρούμε πάλι την παιδικότητα που μας προσάπτουν από Σόλωνος οι Αιγύπτιοι. Το φιλέρευνο και το αμήχανο ταυτόχρονα. Δεν είμαστε εμείς για περιχαρακώσεις.
Είμαστε για κοινωνία εν μέσω αλλοτρίων, χωνεύοντας τις επιδράσεις, βαφτίζοντάς τες στο τσίπουρο του κάθε οσπητίου μας. Εμείς εφηύραμε την φρεναπάτη της ταυτότητας, αλλά ξεχάσαμε να αλλάξουμε κωδικό στην δική μας, γι’ αυτό και αισθανόμαστε αποκλεισμένοι, ενίοτε δικαίως.
Τα κοτσιδάκια της κυράς, τα μάλλινά της να χαϊδεύουμε, έστω με το βλέμμα,ξεπερνώντας την ενοχή που μας κουρτάλησε την θύρα επειδή διδάξαμε την απάτη όσο και την φιλοτιμία, την σαχλαμπίχλα όσο και την παρρησία, τον κεραμεούν και φαύλον μαζί με τον Ηράκλειτο, τον Τζάνε Μπουνιαλή και τον Μάρκο Μπότζαρη.
Αυτά τα ήξευραν οι άγνωστοι μπαγιάτηδες οπαδοί στην Τούμπα, συμβουλεύοντας τον γραικομάνο συνάδελφο να μειώσει τους τόνους. Δεν ξέρω από πού τα ήξεραν. Κάτι πίνουνε και δεν μου το λένε, γι’ αυτό και κυκλοφορώ άσχετος και ντροπιάρης σε δανεικές πατρίδες.