Στον Βαρβάκη, εκτελεστέο
Η χώρα, προερχόμενη από σκλαβωμένα η αυτόνομα καπετανάτα, καμώθηκε πως έφτιαξε κράτος μετά το 1830, μόνο που το δημιουργήσαμε από άχυρα, σάζια, καλαμωτές και βούρλα.
Στον περασμένον αιώνα, χτίζαμε από ξύλο, ενίοτε περίτεχνα. Με μόρσα, με αστρέχες, με σκαλίσματα, αλλά από πυρόσβεση, σκατά. Στις αναποδιές, ένα γιαγκίνι μας άφηνε ξυλάρμενους.
Ξέρω τι περιμένετε: να κλείσει η παραμύθα στον παρόντα αιώνα, χτίζοντας ένα πέτρινο κράτος. Άντε και με τούβλα. Αμ δε!
Παραμένουμε τόσο στωικοί και φαντασμένοι, επηρεασμένοι από τις βίλλες, τις υποδομές και τα γιαπιά των αλλωνών, ώστε προσλάβαμε για αρχιτέκτονα, ή εργολάβο τον κακό Λύκο αυτοπροσώπως!
Ο οποίος, μας πρότεινε αντί για «τυφλή μίμηση διεφθαρμένων προτύπων», που «οδηγούν στην αποξένωση, στην διχόνοια και στην κυριαρχία του κομπραδορισμού» να μας στήσει μια εικαστική εγκατάσταση, ένα ισταλέσιο, με σύγχρονα υλικά, με σημαίνον και σημαινόμενο, μεταστρουκτουραλιστικά, για να ζουλέψουν οι καλβινιστές και οι γειτόνοι.
Κι όταν κατάλαβε πως παραμένουμε γυμνήτες, διχασμένοι, μουρλοκακομοίρηδες και απεραντολόγοι, μας έβαλε άρον άρον σε ένα χοιροστάσιο και άρχισε να συναρμολογεί ένα ψηφιακό μουσείο, ένα σπιτικό που κανένας στον κόσμο δεν διαθέτει ισάξιο.
Δεν ζήτησε αμοιβή. Παίρνει κάθε τόσο ένα γουρουνάκι να το φάει, αλλά στην τελική μας συμφέρει, καθώς βολευτήκαμε στην Υεμένη του μυαλού μας.