Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, ή απο βραχυκύκλωμα, όποτε σκέφτομαι «ξένα κρεβάτια», αναθυμάμαι τη «Φυγή» του Σεφέρη και ιδίως το εγερτικό, παράφορο ημιστίχιο του «κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια». Ίσως επειδή θεωρώ τη λέξη «λαγόνια» αποθέωση του πόθου, ή επειδή δεν πολυέχω σχέση με κρεβάτια, ιδίως ξένα.
Πάνω απο τους μισούς ύπνους στη ζωή μου, τους έχω περάσει σε καρέκλες, πολυθρόνες, μπερζέρες και ξαπλώστρες. Ελάχιστες φορές έχω κοιμηθεί σε ξένο κρεβάτι και η εξήγηση δεν είναι σεξική: δυσκολεύομαι να ανασάνω και δε βολεύομαι.
Άσε που προ αιώνων, φιλοξενούμενος στον ξενώνα του αδελφού του Μπίλη, κουρασμένος από βαρύ ταξίδι, ανοίγω τα μάτια στη μαύρη νύχτα και βλέπω τον φίλο μου να ακροπατάει δραπετεύοντας από το δωμάτιο. «Τι έπαθες;» τον ρωτάω. Κι εκείνος, σοβαρός και βαστώντας μαξιλάρι μου λέει χαμηλόφωνα «πάω να πάρω το αδερφάκι μου να μεταναστεύσουμε στη Βόρεια Καρολίνα. Όλο το σπίτι τρέμει από το ροχαλητό σου. Είμαι σίγουρος πως δεν είσαι ανθρώπου γέννα»
Από δύο ξένα κρεβάτια η αναμνηση παραμένει ζωντανή, γεμάτη μαγεία και γλυκύτητα, αν και πριν το 1960.
Το πρώτο ήταν το νυφιάτικο κρεβάτι της θείας μου της Ρίτσας, στο ημιϋπόγειο της οδού Άρεος ένα, όποτε κατεβαίναμε Σαλονίκη οικογενειακώς και μας βόλευε, έξι παιδιά, τα τέσσερα πρωτοξάδελφα, στη ίδια κάμαρη, και οι υπόλοιποι, οκτώ μεγάλοι, σε στρωματσάδες, παντού αλλού.
Το λίγο φως από καντήλι που τρεμόπαιζε και η αυγούλα, από ημίφως που γαλάνιζε από το μικρό παράθυρο σύριζα στον δρόμο. Ίσως επειδή εκεί πρωτοείδα, Μάρτιο του 1955, τον αδελφάκο μου, βρέφος φασκιωμένο, να κοιμάται και φαινόταν μόνο η δεξιά πλευρά του προσώπου του, μόλις τον φέρανε από το Ρωσικό.
Το άλλο, ήταν στη Αγροσυκιά, στο δωμάτιο του θείου Γιάννη και της θείας Άννας, βαθύ, ψηλό, βύθιση στο τραχύ βαμβάκι και στα στρωσίδια, με λάμπα πετρελαίου να φωτίζει ελάχιστα, και απέναντι τα φωτογραφικά πορτρέτα των πάππων μου, Παναγιώτη και Αφέντρας, μεγαλωμένα από μια μικρότερη οικογενειακή στα χρόνια του Ιρκούτσκη. Το νερό και το ρεύμα ήρθαν αργότερα εκεί.
Πάντα πίστευα πως ο ύπνος ήταν αμαρτία και ποτέ δεν άξιζε πράγματι τον κόπο αλλά σαν εκείνο το ημίφως, δεν έχει.