Επιτέλους, ένα κείμενο χωρίς επαληθεύσεις, αναμνηστικό μεν, αλλά μιας διαταραγμένης παιδικότητας σε μία κοινωνία που διατηρούσε στη γυάλα τον διχασμό της. Κάτω από το εκκοκιστήριο του Εφαρμοστίδη, εκεί όπου η ποτιστήρα του Δήμου πάτησε το σκυλάκι του Τέλη, τον Ταρζάν και μπροστά στη βραγιά με τους κρίνους της κυρίας Ευλαμπίας, ίστατο μία βρύση από την οποία ξεδιψούσαμε χώνοντας το μουσλούκι στο στόμα, ώσπου κάποτε έφραξε και δεν έβγαζε ντιπ νερό και ήρθε η γειτόνισσα η κυρία Κανέλλα με την τσάπα ανά χείρας λέγοντας «έχει φίδι μέσα, φυγέτε» και όντως βγήκε ένα πρασινοκαφέ που χώθηκε στα κρινάκια και η κυρα Κανέλλα το έκοψε σε μερίδες. Έκτοτε δεν πίναμε νερό από εκει, αλλά όταν γδέρνονταν κανένα χέρι, κανένα γόνατο, εκεί οι μανάδες της γειτονιάς ξέπλεναν το «τραύμα» με νερό, απλώνοντας οξυζενέ οι πτωχοί, με ιώδιο ή πράσινο οινόπνευμα οι υπάλληλοι και με ένα χαρτάκι σουλφαμιδόσκονης και ιδιαιτέρως μη μου άπτου.
Ο δρόμος που οδηγούσε στην οδό Στράντζης, ήταν κατεχόμενος είτε από τον γανωτζή τον Νώντα «μπακίρια για γάνωμα – όποιος στον Νώντα θα γανώσει – στα μπαμπάτσα θα πληρώσει» είτε από τέκνα τολμηρών αγροτών που δοκίμαζαν ανεπιτυχώς να βάλουν βαμβάκι εκτός Βάλτου που έψελναν «ωχ τι καλά – ένα μαμούν – θα γίνουν τα μπαμπάτσα μας, ώχ τι καλά».
Από τους άλλους επισκέπτες του δρόμου, τακτικός ήταν εκτός από τους δοσάδες με φορτηγάκια και τον θερινό παγωτατζή, ο Γιάννης ο Σλιάκατας που μας πετούσε πέτρες στο ερώτημα «Γιάννη, πόσες κασίδες έχεις» και ανεβαίνοντας μονολογούσε με διάλεκτο «άρατα φέρατα» τον χρησμό «κε πατρί κε μακό, σ΄αγαπώ σ΄αγαπώ, βουζαβέ, βουζαβό».
Οι μανάδες έβγαιναν πάνω στο σούρουπο να καλέσουν τα αγόρια τους στης καθεμιάς το σπίτι, ή να βγούνε όταν έπεφτε βαρύς καβγάς για να δείρουν η καθεμιά το δικό της παιδί, αλλά άπαξ βγήκαν όλες μαζί και συνεδρίασαν, ωσάν το παλαιό επί μεσαιωνος «κουμούνιο των κυράδων» επειδή ολουνών οι άντριδοι έσπευσαν στο μοναδικό θερινό κέντρο για να ακούσουν και να διπλαρώσουν την Σεβάς Χανούμ.
Τα μπαμπάτσα και η εξ αυτών ακμή, ήταν η μόνη μακρυνή ελπίδα των απεγνωσμένων που δεν άντεχαν να μεταναστεύσουν σε Αστραλία – Αμερική ή αργότερα στη Γερμανία. Μόνον ένας απέναντι εύπορος ήφερνε με πλαφόρμα κορίτσια από Χαλκιδική με κεφάλι τυλογμένο σε λευκή μπόλια, μη μαυρίσουν, που έμεναν σε έναν πρόχειρο κοιτώνα και μάζευαν το μπαμπάκι, ενώ τα βράδια γυρνούσαν σαν «πόκυλα» (=χασαπόσκυλα-Γουτού Γουπατού του Παπαδιαμάντη) οι αγαπητικοί.
Αλλά παραδόξως, δεν υπήρχε τραγουδισμός, νοσταλγία παρτίδας, παραδοσιακά τραγούδια. Μόνον από το ισόγειο του Αρβανίτη ακούγονταν, ασεβές και διεγερτικό το «τζούρι φούρι». Ήταν o Little Richard από 45άρι στο Tutti frutti. Από τη βελόνα «Tutti frutti, oh rootie
A wop bop a loo bop a lop ba ba», στα γιαννιτσιώτικα «Τζούρι φούρι, οβερούρι, γουγαμπ αλούλα γουμπάμπ μπαμπ μπου».